ὑπερκάθημαι: Difference between revisions

4b
(6)
(4b)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ὑπερκάθημαι:''' [[κυρίως]] Παθ. παρακ. του <i>-[[έζομαι]]</i>, [[κάθομαι]] [[υπεράνω]] ή [[επάνω]] σε, [[ἐπί]] τινος, σε Ξεν.· μεταφ., [[κάθομαι]] πάνω από κάποιον και [[αγρυπνώ]], [[παρακολουθώ]], [[επιτηρώ]] κάποιον, <i>τινος</i>, στον ίδ.
|lsmtext='''ὑπερκάθημαι:''' [[κυρίως]] Παθ. παρακ. του <i>-[[έζομαι]]</i>, [[κάθομαι]] [[υπεράνω]] ή [[επάνω]] σε, [[ἐπί]] τινος, σε Ξεν.· μεταφ., [[κάθομαι]] πάνω από κάποιον και [[αγρυπνώ]], [[παρακολουθώ]], [[επιτηρώ]] κάποιον, <i>τινος</i>, στον ίδ.
}}
{{elru
|elrutext='''ὑπερκάθημαι:''' <b class="num">1)</b> быть расположенным выше: ὑπερηκάθηντο ἐπὶ τῶν [[ἄκρων]] Xen. они расположились над высотами;<br /><b class="num">2)</b> неотступно следовать (τινος Xen.).
}}
}}