ὑπνώδης: Difference between revisions

4b
(6)
(4b)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ὑπνώδης:''' -ες ([[εἶδος]]), [[υπνηλός]], κοιμισμένος, [[νυσταλέος]], νυσταγμένος, σε Ευρ., Πλάτ.
|lsmtext='''ὑπνώδης:''' -ες ([[εἶδος]]), [[υπνηλός]], κοιμισμένος, [[νυσταλέος]], νυσταγμένος, σε Ευρ., Πλάτ.
}}
{{elru
|elrutext='''ὑπνώδης:''' сонливый, сонный ([[ἕξις]] Plat.; χάσμαι Plut.): εὖ ἰαύων ὑ. τε Eur. крепко разморенный сном.
}}
}}