3,274,200
edits
(6) |
(4b) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ὑβριστικός:''' -ή, -όν, αυτός που έχει παραδοθεί, επιδοθεί στην ύβρη, [[αυθάδης]], [[αναιδής]], [[προσβλητικός]], σε Πλάτ. κ.λπ.· <i>τὸ ὑβριστικόν</i>, [[αναιδής]], [[αυθάδης]], ιταμή [[διάθεση]], σε Ξεν.· επίρρ. -[[κῶς]], σε Πλάτ.· συγκρ. <i>-ώτερον</i>, σε Δημ. | |lsmtext='''ὑβριστικός:''' -ή, -όν, αυτός που έχει παραδοθεί, επιδοθεί στην ύβρη, [[αυθάδης]], [[αναιδής]], [[προσβλητικός]], σε Πλάτ. κ.λπ.· <i>τὸ ὑβριστικόν</i>, [[αναιδής]], [[αυθάδης]], ιταμή [[διάθεση]], σε Ξεν.· επίρρ. -[[κῶς]], σε Πλάτ.· συγκρ. <i>-ώτερον</i>, σε Δημ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ὑβριστικός:''' наглый, высокомерный, дерзкий ([[ἔπος]] Plat.; [[ἐπιστολή]] Aeschin.). - см. тж. [[ὑβριστικά]] и [[ὑβριστικόν]]. | |||
}} | }} |