ὑποβλήδην: Difference between revisions

4b
(6)
(4b)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ὑποβλήδην:''' ([[ὑποβάλλω]]), επίρρ.,<br /><b class="num">I.</b> αυτός που επιβάλλεται εμμέσως, δηλ. με [[επιφυλακτικότητα]] ή ως [[ένδειξη]] μομφής, ελέγχου, αποδοκιμασίας ή για να διακόψει αυτόν που μιλά, σε Ομήρ. Ιλ.<br /><b class="num">II.</b> λοξά, στραβά, [[πλαγίως]], σε Ομηρ. Ύμν.
|lsmtext='''ὑποβλήδην:''' ([[ὑποβάλλω]]), επίρρ.,<br /><b class="num">I.</b> αυτός που επιβάλλεται εμμέσως, δηλ. με [[επιφυλακτικότητα]] ή ως [[ένδειξη]] μομφής, ελέγχου, αποδοκιμασίας ή για να διακόψει αυτόν που μιλά, σε Ομήρ. Ιλ.<br /><b class="num">II.</b> λοξά, στραβά, [[πλαγίως]], σε Ομηρ. Ύμν.
}}
{{elru
|elrutext='''ὑποβλήδην:''' adv.<br /><b class="num">1)</b> перебивая (τὸν ὑ. ἠμείβετο Hom.);<br /><b class="num">2)</b> искоса (χῶρον ὑ. ἐσκέψατο HH).
}}
}}