ὑπερακοντίζω: Difference between revisions

4b
(6)
(4b)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ὑπερᾰκοντίζω:''' μέλ. Αττ. <i>-ιῶ</i>, [[υπερακοντίζω]], δηλ. [[υπερτερώ]] από, [[ξεπερνώ]] κάποιον, με αιτ., σε Αριστοφ.· [[ὑπερακοντίζω]] τινὰ κλέπτων, [[ξεπερνώ]] κάποιον στην [[κλεψιά]], στον ίδ.
|lsmtext='''ὑπερᾰκοντίζω:''' μέλ. Αττ. <i>-ιῶ</i>, [[υπερακοντίζω]], δηλ. [[υπερτερώ]] από, [[ξεπερνώ]] κάποιον, με αιτ., σε Αριστοφ.· [[ὑπερακοντίζω]] τινὰ κλέπτων, [[ξεπερνώ]] κάποιον στην [[κλεψιά]], στον ίδ.
}}
{{elru
|elrutext='''ὑπερᾰκοντίζω:''' досл. одолевать в копьеметании, перен. превосходить, превышать (τινά τινι Arph., Luc.).
}}
}}