3,252,128
edits
(6) |
(4b) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''χωρῑτικός:''' -ή, -όν, αυτός που ανήκει ή μοιάζει σε χωρικό, [[χωριάτικος]], [[αγροτικός]], σε Πλούτ.· επίρρ. -[[κῶς]], κατά τον τρόπο των χωρικών, σε Ξεν. | |lsmtext='''χωρῑτικός:''' -ή, -όν, αυτός που ανήκει ή μοιάζει σε χωρικό, [[χωριάτικος]], [[αγροτικός]], σε Πλούτ.· επίρρ. -[[κῶς]], κατά τον τρόπο των χωρικών, σε Ξεν. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''χωρῑτικός:''' сельский, деревенский: [[πλῆθος]] χωριτικόν Plut. толпа поселян. | |||
}} | }} |