3,277,301
edits
(6) |
(4b) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''χαλκέοπλος:''' -ον ([[ὅπλον]]), αυτός που έχει όπλα ή οπλισμό από χαλκό, σε Ευρ. | |lsmtext='''χαλκέοπλος:''' -ον ([[ὅπλον]]), αυτός που έχει όπλα ή οπλισμό από χαλκό, σε Ευρ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''χαλκέοπλος:''' вооруженный медью ([[Δαναοί]] Eur.). | |||
}} | }} |