ὦμος: Difference between revisions

334 bytes added ,  1 January 2019
4b
(6)
(4b)
Line 33: Line 33:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ὦμος:''' ὁ, Λατ. [[humerus]],<br /><b class="num">1.</b> το [[μέρος]] από την [[κλείδα]] [[μέχρι]] το βραχίονα μαζί με την [[κεφαλή]] του βραχίονα ([[ὠλένη]], Λατ. [[ulna]], είναι το κατώτερο [[μέρος]] του βραχίονα)· <i>ἐπ' ὤμου φέρειν</i>, σε Ομήρ. Οδ.· <i>ὤμοισι φορέειν</i>, σε Ομήρ. Ιλ.· <i>ἔχειν ἀνὰ ὤμῳ</i>, σε Ομήρ. Οδ.· <i>ὤμοισι τοῖς ἐμοῖσι</i>, με τη [[δύναμη]] των ώμων μου, σε Ηρόδ.· <i>ἀποστρέφειν τὸν ὦμον</i>, [[παθαίνω]] [[εξάρθρωση]] στον ώμο, σε Αριστοφ.<br /><b class="num">2.</b> επίσης χρησιμοποιείται για τα ζώα, όπως π.χ. για τα άλογα, Λατ. [[armus]], σε Ομήρ. Ιλ., Ξεν.
|lsmtext='''ὦμος:''' ὁ, Λατ. [[humerus]],<br /><b class="num">1.</b> το [[μέρος]] από την [[κλείδα]] [[μέχρι]] το βραχίονα μαζί με την [[κεφαλή]] του βραχίονα ([[ὠλένη]], Λατ. [[ulna]], είναι το κατώτερο [[μέρος]] του βραχίονα)· <i>ἐπ' ὤμου φέρειν</i>, σε Ομήρ. Οδ.· <i>ὤμοισι φορέειν</i>, σε Ομήρ. Ιλ.· <i>ἔχειν ἀνὰ ὤμῳ</i>, σε Ομήρ. Οδ.· <i>ὤμοισι τοῖς ἐμοῖσι</i>, με τη [[δύναμη]] των ώμων μου, σε Ηρόδ.· <i>ἀποστρέφειν τὸν ὦμον</i>, [[παθαίνω]] [[εξάρθρωση]] στον ώμο, σε Αριστοφ.<br /><b class="num">2.</b> επίσης χρησιμοποιείται για τα ζώα, όπως π.χ. για τα άλογα, Λατ. [[armus]], σε Ομήρ. Ιλ., Ξεν.
}}
{{elru
|elrutext='''ὦμος:''' ὁ плечо Her., Xen., Arph., Plut.: ἐπ᾽ ὤμου и (ἐπ᾽) ὤμοις φέρειν или ὤμῳ (ὠμοισιν) и ἐπ᾽ ὤμων ἔχειν Hom., Soph. носить на плечах; ὤμοις ἀριστεροῖσιν (pl. = sing.) Eur. к левому плечу.
}}
}}