κηροειδής: Difference between revisions

3
(nl)
(3)
Line 21: Line 21:
{{elnl
{{elnl
|elnltext=κηροειδής -ές [κηρός, εἶδος] als was.
|elnltext=κηροειδής -ές [κηρός, εἶδος] als was.
}}
{{elru
|elrutext='''κηροειδής:''' воскообразный, мягкий как воск (σώματα Plat.).
}}
}}