3,274,916
edits
(3b) |
m (Text replacement - "" to "·") |
||
Line 14: | Line 14: | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ὅρκιος''': -ον, σπανίως α, | |lstext='''ὅρκιος''': -ον, σπανίως α, ον· - ὁ ἀνήκως εἰς ὅρκον, δηλ. 1) ὡρκισμένος, δι’ ὅρκου ὑποχρεωμένος, δικαστὰς ὁρκίους αἱρουμένη ([[οὕτως]] ὁ Casaub.) Αἰσχύλ. Εὐμ. 483˙ [[ὅρκιος]] [[λέγω]], ὁμιλῶ [[ὡσεὶ]] μεθ’ ὅρκου, Σοφ. Ἀντ. 305, πρβλ. Ο. Κ. 1637. 2) ὁ εἰς ὃν ὁρκίζεταί τις, ὅρκιοι θεοί, οὓς ἐπικαλεῖταί τις ὁρκιζόμενος, καὶ οἵτινες ἐπιβλέπουσιν εἰς τὴν τήρησιν τοῦ ὅρκου καὶ τιμωροῦσι τὸν παραβαίνοντα αὐτόν, Εὐρ. Φοίν. 481, πρβλ. Ι. Τ. 747˙ παρὰ πεζογράφοις, θεοὶ οἱ ὅρκ. Θουκ. 1. 71, 78˙ οἱ ὅρκ. θεοὶ Αἰσχίν. 16. 16˙ ἰδίως, [[Ζεὺς]] [[ὅρκιος]] Σοφ. Φιλ. 1324, Εὐρ. Ἱππ. 1027, Ἀριστ. π. Θαυμασ. 152, Παυσ. 5. 24, 9 κἑξ., κτλ.˙ ὁρκία Θέμις Εὐρ. Μήδ. 209˙ φθιμένων [[σέβας]] [[ὅρκιον]] Ἀνθ. Π. 7. 351˙ [[ξίφος]] [[ὅρκιον]], τὸ [[ξίφος]] εἰς ὅ τις ὁρκίζεται Εὐρ. Φοίν. 1677. | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly |