Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

κολυμβήθρα: Difference between revisions

From LSJ

Οὔτ' ἐν φθιμένοις οὔτ' ἐν ζωοῖσιν ἀριθμουμένη, χωρὶς δή τινα τῶνδ' ἔχουσα μοῖραν → Neither among the dead nor the living do I count myself, having a lot apart from these

Euripides, Suppliants, 968
m (Text replacement - "''' ἡ<b class="num">1)" to "''' ἡ<br /><b class="num">1)")
(1ba)
Line 39: Line 39:
{{elnl
{{elnl
|elnltext=κολυμβήθρα -ας, ἡ [κολυμβάω] zwembad.
|elnltext=κολυμβήθρα -ας, ἡ [κολυμβάω] zwembad.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[κολυμβήθρα]], ἡ,<br />a [[swimming]]-[[bath]], Plat. [from [[κόλυμβος]]
}}
}}

Revision as of 03:00, 10 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κολυμβήθρα Medium diacritics: κολυμβήθρα Low diacritics: κολυμβήθρα Capitals: ΚΟΛΥΜΒΗΘΡΑ
Transliteration A: kolymbḗthra Transliteration B: kolymbēthra Transliteration C: kolymvithra Beta Code: kolumbh/qra

English (LSJ)

ἡ,

   A place for diving, swimming-bath, Pl.R.453d, D.S.11.25; κ. μύρου Alex.300.    II wine-vat, tun, D.S.13.83.    III reservoir, cistern, LXX 4 Ki.18.17.    IV baptismal font, POxy.147 (vi A.D.).

German (Pape)

[Seite 1476] ἡ, Ort zum Untertauchen, zum Baden; Plat. Rep. V, 453 d; κολυμβᾶν εἰς κολυμβήθραν μύρου Alexis bei Ath. I, 18 c; Sp., wie D. Sic. 4, 78. 11, 25.

Greek (Liddell-Scott)

κολυμβήθρα: ἡ, τόπος διὰ κολύμβημα, Πλάτ. Πολ. 453D· κολυμβᾶν εἰς κολυμβήθραν μύρου Ἄλεξ. ἐν Ἀδήλ. 28. ΙΙ. παρ’ Ἐκκλ. ὡς καὶ νῦν, σκεῦος πρὸς βάπτισιν, Συλλ. Ἐπιγρ. 3726b, κ. ἀλλ.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
piscine, bain.
Étymologie: κολυμβάω.

Spanish

piscina

English (Strong)

from κολυμβάω; a diving-place, i.e. pond for bathing (or swimming): pool.

English (Thayer)

κολυμβήθρας, ἡ (κολυμβάω), a place for diving, a swimming-pool (A. V. simply pool): in 11; a reservoir or pool used for bathing, R L), 7). (Plato, rep. 5, p. 453d.; Diodorus, Joseph, others; the Sept., Nahum 2:8.)

Greek Monolingual

και κολυμπήθρα, η (AM κολυμβήθρα)
ιερό σκεύος μέσα στο οποίο βαπτίζονται οι χριστιανοί
μσν.-αρχ.
1. δεξαμενή, στέρνα
2. βάπτισμα («δύναμιν τοῦ μυστηρίου τῆς κολυμβήθρας»)
αρχ.
1. λουτρό
2. βαρέλι για κρασί.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κολυμβώ + επίθημα -(ή)θρα (πρβλ. δακτυλ-ήθρα, ουρ-ήθρα)].

Greek Monotonic

κολυμβήθρα: ἡ, τόπος για κολύμπι, σε Πλάτ.

Russian (Dvoretsky)

κολυμβήθρα:
1) бассейн для плавания Plat.;
2) купальня, купель (τοῦ Σιλωάμ NT).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κολυμβήθρα -ας, ἡ [κολυμβάω] zwembad.

Middle Liddell

κολυμβήθρα, ἡ,
a swimming-bath, Plat. [from κόλυμβος