3,274,216
edits
m (Text replacement - "" to "·") |
m (Text replacement - "————————" to "<br />") |
||
Line 20: | Line 20: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=<b>(I)</b><br />ο<br /><b>ζωολ.</b> [[γένος]] αραχνιδίων της τάξης τών [[σκορπιών]] που ζουν στην [[τροπική]] Αφρική και τών οποίων το κέντρισμα [[είναι]] ανώδυνο, [[αλλά]] δηλητηριώδες και [[κάποτε]] θανατηφόρο. | |mltxt=<b>(I)</b><br />ο<br /><b>ζωολ.</b> [[γένος]] αραχνιδίων της τάξης τών [[σκορπιών]] που ζουν στην [[τροπική]] Αφρική και τών οποίων το κέντρισμα [[είναι]] ανώδυνο, [[αλλά]] δηλητηριώδες και [[κάποτε]] θανατηφόρο.<br /> <b>(II)</b><br />-η, -ο / [[πάνδεινος]], -ον, ΝΑ<br />[[δεινός]] από [[κάθε]] [[άποψη]], [[πάρα]] πολύ [[δεινός]], πολύ [[φοβερός]], [[τρομερός]]<br /><b>2.</b> (<b>το ουδ. πληθ. ως ουσ.</b>) <i>τα πάνδεινα</i><br />μεγάλα [[δεινά]], μεγάλες συμφορές, μεγάλες ταλαιπωρίες, [[πολλά]] βάσανα<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> πολύ [[ικανός]], [[ευφυής]]<br /><b>2.</b> (και ειρων.) [[επιδέξιος]], [[καπάτσος]]<br /><b>3.</b> (ρηματ. φρ.) «πάνδεινόν (ἐστι)» — [[είναι]] πολύ προσβλητικό.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>παν</i>- <span style="color: red;">+</span> [[δεινός]]. | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm |