3,274,919
edits
(1ab) |
m (Text replacement - "τοῡ" to "τοῦ") |
||
Line 20: | Line 20: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=ο (AM [[καθάρσιος]], -ον)<br /><b>1.</b> αυτός που καθαρίζει, που λυτρώνει από [[ενοχή]], [[μίασμα]] ή [[κακούργημα]], [[εξαγνιστικός]] (α. «μολεῑν καθαρσίῳ ποδί», <b>Σοφ.</b><br />β. «φόνου δὲ | |mltxt=ο (AM [[καθάρσιος]], -ον)<br /><b>1.</b> αυτός που καθαρίζει, που λυτρώνει από [[ενοχή]], [[μίασμα]] ή [[κακούργημα]], [[εξαγνιστικός]] (α. «μολεῑν καθαρσίῳ ποδί», <b>Σοφ.</b><br />β. «φόνου δὲ τοῦδ' ἐγὼ [[καθάρσιος]]», <b>Αισχύλ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το καθάρσιο</i>(<i>ν</i>)<br />καθαρτικό, [[φάρμακο]] που προκαλεί την [[κένωση]] του εντέρου<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει σε καθαρτήρια [[θυσία]] («αἵματος καθαρσίου», <b>Αισχύλ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ καθάρσιον</i><br />α) εξιλαστήρια [[θυσία]]<br />β) εξιλαστήριο [[θύμα]] («[[ἐπειδὰν]] τὸ καθάρσιον περιενεχθῆ καὶ ὁ [[κῆρυξ]] τὰς πατρίους εὐχὰς εὔξηται», Αισχίν.)<br />γ) [[καθαρμός]], [[εξαγνισμός]] («καθαρσίου εδέετο», <b>Ηρόδ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[καθαίρω]] ή αμάρτ. ρηματ. επίθ. <i>καθαρ</i>-<i>τός</i> (<b>[[πρβλ]].</b> <i>α</i>-<i>καθαρ</i>-<i>σία</i> <span style="color: red;"><</span> <i>α</i>-<i>κάθαρ</i>-<i>τος</i>]. | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm |