χῶρος: Difference between revisions

19 bytes removed ,  10 January 2019
m
Text replacement - "———————— " to "<br />"
(1b)
m (Text replacement - "———————— " to "<br />")
Line 32: Line 32:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=<b>(I)</b><br />ο / [[χῶρος]], ΝΜΑ<br /><b>1.</b> [[μέρος]] εδάφους, εδαφική [[έκταση]] (α. «ο [[χώρος]] της πλατείας» β. «πίονα χῶρον ναίουσιν», <b>Ησίοδ.</b>)<br /><b>2.</b> απεριόριστο [[διάστημα]] τριών διαστάσεων<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[διάστημα]] [[κενό]], ελεύθερη [[έκταση]] (α. «ο [[χώρος]] [[ανάμεσα]] στις σειρές τών θρανίων» β. «δεν υπάρχει [[άλλος]] [[χώρος]] στη [[βιβλιοθήκη]]» γ. «στην [[αίθουσα]] υπάρχει [[χώρος]] και για άλλους μαθητές» δ. «οι χώροι του αυτοκινήτου»)<br /><b>2.</b> [[περιβάλλον]] («το [[σπίτι]] τους δεν [[είναι]] [[κατάλληλος]] [[χώρος]] για να μεγαλώσει ένα [[παιδί]]»)<br /><b>3.</b> [[δωμάτιο]] («το [[σπίτι]] μας έχει πολύ μεγάλους χώρους»)<br /><b>4.</b> η τρισδιάστατη [[έκταση]] την οποία καταλαμβάνει ένα υλικό [[σώμα]] («το [[γραφείο]] πιάνει πολύ χώρο»)<br /><b>5.</b> <b>(φιλοσ.)</b> η δεύτερη, σε [[συσχέτιση]] με τον χρόνο και αδιάσπαστα συνδεδεμένη με αυτόν, [[θεμελιώδης]] [[έννοια]], που προσδιορίζει μια αντικειμενική και καθολική [[μορφή]] του Είναι, η οποία ανακλά το τρισδιάστατο, [[άπειρο]], ομογενές και ισότροπο συνεχές και εκφράζει την [[τάξη]] συνύπαρξης τών αντικειμένων και συστημάτων του πραγματικού κόσμου, τη [[θέση]], τις διαστάσεις, το [[μέγεθος]], την [[έκταση]] και τις αποστάσεις τους<br /><b>6.</b> <b>μαθημ.</b> α) ο R<sup>3</sup>, που αποτελείται από διατεταγμένες τριάδες πραγματικών αριθμών, ή ένα κατάλληλο υποσύνολό του<br />β) [[σύνολο]] εφοδιασμένο με μία ή περισσότερες δομές<br /><b>7.</b> <b>φρ.</b> α) «δουγλάσειος [[χώρος]]»<br /><b>ανατ.</b> [[κόλπωμα]] του τοιχωματικού περιτοναίου [[μεταξύ]] μήτρας και ορθού εντέρου, που [[είναι]] ο [[οπίσθιος]] δουγλάσειος, και μήτρας και ουροδόχου κύστης, που [[είναι]] ο [[πρόσθιος]] δουγλάσειος, στη [[γυναίκα]]<br />β) «[[εναέριος]] [[χώρος]]»<br /><b>(νομ.)</b> ο [[χώρος]] της ατμόσφαιρας [[πάνω]] από μια εδαφική ή θαλάσσια [[έκταση]]<br />γ) «[[εθνικός]] [[εναέριος]] [[χώρος]]»<br /><b>(νομ.)</b> ο [[χώρος]] της ατμόσφαιρας [[πάνω]] από την εδαφική και θαλάσσια [[έκταση]] που περικλείεται από τα [[σύνορα]] ενός κράτους και ο [[οποίος]] υπάγεται στην [[κυριαρχία]] του<br />δ) «επιτυμπάνιος [[χώρος]]»<br /><b>ανατ.</b> το [[τμήμα]] της κοιλότητας του τυμπάνου που εκτείνεται [[πάνω]] από το επίπεδο του τυμπανικού υμένα, αλλ. [[αττικός]] [[χώρος]]<br />ε) «ευκλείδιος [[χώρος]] <i>ν</i> διαστάσεων»<br /><b>μαθημ.</b> [[σύνολο]] του οποίου τα [[σημεία]] μπορούν να τεθούν σε αμφιμονοσήμαντη [[αντιστοιχία]] με τα τακτικά συστήματα <i>ν</i> πραγματικών αριθμών και στα οποία έχει οριστεί ένα μονόμετρο γινόμενο<br />στ) «[[ζωτικός]] [[χώρος]]» — <b>βλ.</b> [[ζωτικός]]<br />ζ) «μεσοκυττάριοι χώροι»<br /><b>βοτ.</b> οι χώροι που βρίσκονται [[μεταξύ]] τών κυττάρων σε όλους τους φυτικούς ιστούς και ιδιαίτερα στους παρεγχυματικούς<br />η) «[[οικονομικός]] [[χώρος]]»<br /><b>(οικον.)</b> ο [[χώρος]] [[μέσα]] στον οποίο διαμορφώνονται τα οικονομικά μεγέθη<br />θ) «[[χώρος]] πρασίνου» ή «[[πράσινος]] [[χώρος]]» — [[έκταση]] δενδροφυτευμένη ή σπαρμένη με [[χλόη]] στα όρια ενός οικισμού<br />ι) «[[χώρος]] τεσσάρων διαστάσεων»<br /><b>φυσ.</b> ο [[χωρόχρονος]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[χώρα]] («τοῡ Λιβυκοῡ λεγομένου χώρου», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>2.</b> κτηματική [[περιουσία]]<br /><b>3.</b> η ύπαιθρος<br /><b>4.</b> [[περιοχή]] («ἐν Ἀρκαδίᾳ δὲ χώρᾳ ἐστὶν ἱερὸν Πανός», Αιλ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Παράλληλος τ. του [[χώρα]], αρσενικού γένους. Η λ. [[χώρος]], [[ωστόσο]], δεν χρησιμοποιείται με τις ειδικές σημ. της λ. [[χώρα]] (για ετυμολ. <b>βλ. λ.</b> [[χώρα]])].———————— <b>(II)</b><br />ὁ, Α<br />ο [[βορειοδυτικός]] [[άνεμος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> λατ. <i>caurus</i> / <i>c</i><i>ō</i><i>rus</i> «[[είδος]] ανέμου»].
|mltxt=<b>(I)</b><br />ο / [[χῶρος]], ΝΜΑ<br /><b>1.</b> [[μέρος]] εδάφους, εδαφική [[έκταση]] (α. «ο [[χώρος]] της πλατείας» β. «πίονα χῶρον ναίουσιν», <b>Ησίοδ.</b>)<br /><b>2.</b> απεριόριστο [[διάστημα]] τριών διαστάσεων<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[διάστημα]] [[κενό]], ελεύθερη [[έκταση]] (α. «ο [[χώρος]] [[ανάμεσα]] στις σειρές τών θρανίων» β. «δεν υπάρχει [[άλλος]] [[χώρος]] στη [[βιβλιοθήκη]]» γ. «στην [[αίθουσα]] υπάρχει [[χώρος]] και για άλλους μαθητές» δ. «οι χώροι του αυτοκινήτου»)<br /><b>2.</b> [[περιβάλλον]] («το [[σπίτι]] τους δεν [[είναι]] [[κατάλληλος]] [[χώρος]] για να μεγαλώσει ένα [[παιδί]]»)<br /><b>3.</b> [[δωμάτιο]] («το [[σπίτι]] μας έχει πολύ μεγάλους χώρους»)<br /><b>4.</b> η τρισδιάστατη [[έκταση]] την οποία καταλαμβάνει ένα υλικό [[σώμα]] («το [[γραφείο]] πιάνει πολύ χώρο»)<br /><b>5.</b> <b>(φιλοσ.)</b> η δεύτερη, σε [[συσχέτιση]] με τον χρόνο και αδιάσπαστα συνδεδεμένη με αυτόν, [[θεμελιώδης]] [[έννοια]], που προσδιορίζει μια αντικειμενική και καθολική [[μορφή]] του Είναι, η οποία ανακλά το τρισδιάστατο, [[άπειρο]], ομογενές και ισότροπο συνεχές και εκφράζει την [[τάξη]] συνύπαρξης τών αντικειμένων και συστημάτων του πραγματικού κόσμου, τη [[θέση]], τις διαστάσεις, το [[μέγεθος]], την [[έκταση]] και τις αποστάσεις τους<br /><b>6.</b> <b>μαθημ.</b> α) ο R<sup>3</sup>, που αποτελείται από διατεταγμένες τριάδες πραγματικών αριθμών, ή ένα κατάλληλο υποσύνολό του<br />β) [[σύνολο]] εφοδιασμένο με μία ή περισσότερες δομές<br /><b>7.</b> <b>φρ.</b> α) «δουγλάσειος [[χώρος]]»<br /><b>ανατ.</b> [[κόλπωμα]] του τοιχωματικού περιτοναίου [[μεταξύ]] μήτρας και ορθού εντέρου, που [[είναι]] ο [[οπίσθιος]] δουγλάσειος, και μήτρας και ουροδόχου κύστης, που [[είναι]] ο [[πρόσθιος]] δουγλάσειος, στη [[γυναίκα]]<br />β) «[[εναέριος]] [[χώρος]]»<br /><b>(νομ.)</b> ο [[χώρος]] της ατμόσφαιρας [[πάνω]] από μια εδαφική ή θαλάσσια [[έκταση]]<br />γ) «[[εθνικός]] [[εναέριος]] [[χώρος]]»<br /><b>(νομ.)</b> ο [[χώρος]] της ατμόσφαιρας [[πάνω]] από την εδαφική και θαλάσσια [[έκταση]] που περικλείεται από τα [[σύνορα]] ενός κράτους και ο [[οποίος]] υπάγεται στην [[κυριαρχία]] του<br />δ) «επιτυμπάνιος [[χώρος]]»<br /><b>ανατ.</b> το [[τμήμα]] της κοιλότητας του τυμπάνου που εκτείνεται [[πάνω]] από το επίπεδο του τυμπανικού υμένα, αλλ. [[αττικός]] [[χώρος]]<br />ε) «ευκλείδιος [[χώρος]] <i>ν</i> διαστάσεων»<br /><b>μαθημ.</b> [[σύνολο]] του οποίου τα [[σημεία]] μπορούν να τεθούν σε αμφιμονοσήμαντη [[αντιστοιχία]] με τα τακτικά συστήματα <i>ν</i> πραγματικών αριθμών και στα οποία έχει οριστεί ένα μονόμετρο γινόμενο<br />στ) «[[ζωτικός]] [[χώρος]]» — <b>βλ.</b> [[ζωτικός]]<br />ζ) «μεσοκυττάριοι χώροι»<br /><b>βοτ.</b> οι χώροι που βρίσκονται [[μεταξύ]] τών κυττάρων σε όλους τους φυτικούς ιστούς και ιδιαίτερα στους παρεγχυματικούς<br />η) «[[οικονομικός]] [[χώρος]]»<br /><b>(οικον.)</b> ο [[χώρος]] [[μέσα]] στον οποίο διαμορφώνονται τα οικονομικά μεγέθη<br />θ) «[[χώρος]] πρασίνου» ή «[[πράσινος]] [[χώρος]]» — [[έκταση]] δενδροφυτευμένη ή σπαρμένη με [[χλόη]] στα όρια ενός οικισμού<br />ι) «[[χώρος]] τεσσάρων διαστάσεων»<br /><b>φυσ.</b> ο [[χωρόχρονος]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[χώρα]] («τοῡ Λιβυκοῡ λεγομένου χώρου», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>2.</b> κτηματική [[περιουσία]]<br /><b>3.</b> η ύπαιθρος<br /><b>4.</b> [[περιοχή]] («ἐν Ἀρκαδίᾳ δὲ χώρᾳ ἐστὶν ἱερὸν Πανός», Αιλ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Παράλληλος τ. του [[χώρα]], αρσενικού γένους. Η λ. [[χώρος]], [[ωστόσο]], δεν χρησιμοποιείται με τις ειδικές σημ. της λ. [[χώρα]] (για ετυμολ. <b>βλ. λ.</b> [[χώρα]])].<br /><b>(II)</b><br />ὁ, Α<br />ο [[βορειοδυτικός]] [[άνεμος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> λατ. <i>caurus</i> / <i>c</i><i>ō</i><i>rus</i> «[[είδος]] ανέμου»].
}}
}}
{{lsm
{{lsm