3,274,522
edits
(1b) |
m (Text replacement - "———————— " to "<br />") |
||
Line 35: | Line 35: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=<b>(I)</b><br />ο, ΝΜΑ<br />[[λάκκος]] στη γη ή [[χώρος]] [[λαξευτός]] ή [[κτιστός]] όπου θάβεται ο [[νεκρός]], [[μνήμα]] (α. «ο [[τάφος]] τους χορτάριασε» β. «ἀνδρῶν γὰρ ἐπιφανῶν πᾱσα γῆ [[τάφος]]», <b>Θουκ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> επιτάφιο [[μνημείο]] ή [[κενοτάφιο]] («ο [[τάφος]] του Άγνωστου Στρατιώτη»)<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> [[καταστροφή]], όλεθρος («η [[μάχη]] [[εκείνη]] ήταν ο [[τάφος]] του»)<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> α) «[[σιωπή]] τάφου» — απόλυτη [[σιωπή]]<br />β) «[[μέχρι]] τάφου» — εφ' όρου ζωής<br />γ) «Άγιος [ή Πανάγιος] Τάφος»<br />i) ο [[τάφος]] του Χριστού στην Ιερουσαλήμ<br />ii) <b>συνεκδ.</b> η [[ίδια]] η [[πόλη]] Ιερουσαλήμ<br />δ) «Τάγμα Αγίου Τάφου» — ιπποτικό λατινικό [[τάγμα]] του οποίου οι αρχές ανάγονται [[πιθανώς]] στον Γοδεφρείδο ντε Μπουγιόν ή στον Βαλδουίνο της Φλάνδρας<br />ε) «[[είναι]] [[τάφος]]»<br />(<b>για πρόσ.</b>) [[είναι]] πολύ [[εχέμυθος]], δεν προδίδει [[ποτέ]] [[μυστικό]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> η [[τελετή]] ενταφιασμού ή καύσης νεκρού<br /><b>2.</b> νεκρώσιμο [[γεύμα]] («ὁ τον κτείνας δαίτυ τάφον Ἀργίοισι μητρός τε στυγερῆς καὶ ἀνάλκιδος Αἰγίσθοιο», <b>Ομ. Οδ.</b>)<br /><b>3.</b> <b>συνεκδ.</b> [[θάνατος]] («[[μέγας]] γ' ὀφθαλμὸς οἱ πατρὸς τάφοι», <b>Σοφ.</b>)<br /><b>4.</b> [[βωμός]]<br /><b>5.</b> <b>μτφ.</b> ο [[λάρυγγας]] τών αμαρτωλών («[[τάφος]] ἀνεωγμένος ὁ [[λάρυγξ]] αὐτῶν», ΠΔ)<br /><b>6.</b> <b>φρ.</b> α) «ἔμψυχοι τάφοι» — οι γύπες, οι οποίοι τρώνε πτώματα <b>(Γόργ.)</b><br />β) «[[ἔμψυχος]] [[τάφος]]» — ο [[υπέργηρος]], ο πολύ γηρασμένος [[άνθρωπος]] που βρίσκεται [[κοντά]] στον θάνατο (<b>Λουκιαν.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> θ. <i>ταφ</i>- του ρ. <i>θάπ</i>-<i>τω</i> (<b>βλ. λ.</b> [[θάπτω]]) <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ος</i>]. | |mltxt=<b>(I)</b><br />ο, ΝΜΑ<br />[[λάκκος]] στη γη ή [[χώρος]] [[λαξευτός]] ή [[κτιστός]] όπου θάβεται ο [[νεκρός]], [[μνήμα]] (α. «ο [[τάφος]] τους χορτάριασε» β. «ἀνδρῶν γὰρ ἐπιφανῶν πᾱσα γῆ [[τάφος]]», <b>Θουκ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> επιτάφιο [[μνημείο]] ή [[κενοτάφιο]] («ο [[τάφος]] του Άγνωστου Στρατιώτη»)<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> [[καταστροφή]], όλεθρος («η [[μάχη]] [[εκείνη]] ήταν ο [[τάφος]] του»)<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> α) «[[σιωπή]] τάφου» — απόλυτη [[σιωπή]]<br />β) «[[μέχρι]] τάφου» — εφ' όρου ζωής<br />γ) «Άγιος [ή Πανάγιος] Τάφος»<br />i) ο [[τάφος]] του Χριστού στην Ιερουσαλήμ<br />ii) <b>συνεκδ.</b> η [[ίδια]] η [[πόλη]] Ιερουσαλήμ<br />δ) «Τάγμα Αγίου Τάφου» — ιπποτικό λατινικό [[τάγμα]] του οποίου οι αρχές ανάγονται [[πιθανώς]] στον Γοδεφρείδο ντε Μπουγιόν ή στον Βαλδουίνο της Φλάνδρας<br />ε) «[[είναι]] [[τάφος]]»<br />(<b>για πρόσ.</b>) [[είναι]] πολύ [[εχέμυθος]], δεν προδίδει [[ποτέ]] [[μυστικό]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> η [[τελετή]] ενταφιασμού ή καύσης νεκρού<br /><b>2.</b> νεκρώσιμο [[γεύμα]] («ὁ τον κτείνας δαίτυ τάφον Ἀργίοισι μητρός τε στυγερῆς καὶ ἀνάλκιδος Αἰγίσθοιο», <b>Ομ. Οδ.</b>)<br /><b>3.</b> <b>συνεκδ.</b> [[θάνατος]] («[[μέγας]] γ' ὀφθαλμὸς οἱ πατρὸς τάφοι», <b>Σοφ.</b>)<br /><b>4.</b> [[βωμός]]<br /><b>5.</b> <b>μτφ.</b> ο [[λάρυγγας]] τών αμαρτωλών («[[τάφος]] ἀνεωγμένος ὁ [[λάρυγξ]] αὐτῶν», ΠΔ)<br /><b>6.</b> <b>φρ.</b> α) «ἔμψυχοι τάφοι» — οι γύπες, οι οποίοι τρώνε πτώματα <b>(Γόργ.)</b><br />β) «[[ἔμψυχος]] [[τάφος]]» — ο [[υπέργηρος]], ο πολύ γηρασμένος [[άνθρωπος]] που βρίσκεται [[κοντά]] στον θάνατο (<b>Λουκιαν.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> θ. <i>ταφ</i>- του ρ. <i>θάπ</i>-<i>τω</i> (<b>βλ. λ.</b> [[θάπτω]]) <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ος</i>].<br /><b>(II)</b><br />-εος, το, Α<br />[[έκπληξη]], [[θαυμασμός]] («[[τάφος]] δ' ἕλε πάντας», <b>Ομ. Οδ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> θ. <i>ταφ</i>- του αρχ. παρακμ. <i>τέ</i>-<i>θηπ</i>-<i>α</i> (<b>βλ. λ.</b> [[θάμβος]]) <span style="color: red;">+</span> κατάλ. ουδ. -<i>ος</i>]. | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm |