3,273,408
edits
(1a) |
m (Text replacement - "" to "·") |
||
Line 14: | Line 14: | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''γύᾰλον''': τό, κοῖλον, ἐν Ἰλ. ἀείποτε ἐπὶ τοῦ θώρακος (θώρηξ), [[ὅστις]] ἀπετελεῖτο ἐκ δύο μερῶν, ὀπισθίου καὶ ἐμπροσθίου, [[ἅπερ]] ἐκαλοῦντο γύαλα ἢ ἡμιθωράκια, τὰ ὁποῖα ἡρμόζοντο κατὰ τὰ πλάγια διὰ συνδέσμων (πόρπαι, περόναι)· [[ὅθεν]] ὁ θώραξ ἐκαλεῖτο γυαλοθώραξ, Παυσ. 10. 26, 2· ἐν Ἰλ. Ο. 530 ἔχομεν | |lstext='''γύᾰλον''': τό, κοῖλον, ἐν Ἰλ. ἀείποτε ἐπὶ τοῦ θώρακος (θώρηξ), [[ὅστις]] ἀπετελεῖτο ἐκ δύο μερῶν, ὀπισθίου καὶ ἐμπροσθίου, [[ἅπερ]] ἐκαλοῦντο γύαλα ἢ ἡμιθωράκια, τὰ ὁποῖα ἡρμόζοντο κατὰ τὰ πλάγια διὰ συνδέσμων (πόρπαι, περόναι)· [[ὅθεν]] ὁ θώραξ ἐκαλεῖτο γυαλοθώραξ, Παυσ. 10. 26, 2· ἐν Ἰλ. Ο. 530 ἔχομεν θώρηκα· γυάλοισιν ἀρηρότα, ἀποτελούμενον ἐκ τῶν δύο τούτων τεμαχίων· πρβλ. κραταιγύαλος. 2) τὸ κοῖλον ἢ [[κοίλωμα]] ἀγγείου τινός, κρατήρων γ. Εὐρ. Ι. Α. 1052· ἢ κοῖλον [[ἀγγεῖον]], χρυσοῦ γέμοντα γύαλα ὀ αὐτ. Ἀνδρ. 1093. 3) κοίλας πέτρας γ., ἡ [[κοιλότης]] βράχου, Σοφ. Φ. 1081· [[σπήλαιον]], [[ἄντρον]], πέτρινα μύχατα γύαλα Εὐρ. Ἑλ. 189. 4) ἐν τῷ πληθ. , ἐπὶ κοίλης χώρας, πεδιάδων, κοιλάδων, φαράγγων κ. τ. τ., γυάλοις ὕπο Παρνησοῖο Ἡσ. Θ. 499, πρβλ. Ὕμν. Ὁμ. εἰς Ἀπόλλ. 396· Νύσης 25. 5· γύαλα Φοίβου, θεοῦ, ἐπὶ τῶν Δελφῶν, Εὐρ. Φοιν. 237, Ἴωνι, 245, πρβλ. Ἀριστοφ. Θεσμ. 110· Λύδιά τ’ ἄγ γύαλα ([[οὕτως]] ὁ Herm.) ἀνὰ τὰς κοιλάδας τῆς Λυδίας, Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 550· γύαλα χώρας Ἀριστοφ. Θεσμ. 110· αἰθέρια γύαλα, ὁ [[θόλος]] τοῦ οὐρανοῦ, Ὀππ. Κ. 1. 281. 5.=[[κύβος]], [[λίθος]] [[τετράγωνος]], Ε. Μ. (Ἡ [[ῥίζα]] φαίνεται ἐν τῷ ἐγγυαλίζω, καὶ πιθανῶς τὸ ἐγγύη [[εἶναι]] συγγενές· ἀλλ’ ἡ [[συγγένεια]] πρὸς τὸ [[γύης]] ἢ πρὸς τὸ [[γυῖον]] [[εἶναι]] [[ἀμφίβολος]]). | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly |