3,274,216
edits
(1ab) |
m (Text replacement - "τοῡ" to "τοῦ") |
||
Line 20: | Line 20: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=η (ΑΜ [[εὐτυχία]], Α ιων. τ. [[εὐτυχία]], Μ και εὐτυχιά) [[ευτυχώ]]<br />το να [[είναι]] [[κάποιος]] [[ευτυχής]], καλή [[τύχη]], [[ευημερία]], [[ευδαιμονία]], [[επιτυχία]] του σκοπού (α. «[[ευτυχία]] να πιθυμάη και [[ποτέ]] να μη τήν δει», <b>Σολωμ.</b><br />β. «τήν ἀτυχίαν εἰς εὐτυχίαν | |mltxt=η (ΑΜ [[εὐτυχία]], Α ιων. τ. [[εὐτυχία]], Μ και εὐτυχιά) [[ευτυχώ]]<br />το να [[είναι]] [[κάποιος]] [[ευτυχής]], καλή [[τύχη]], [[ευημερία]], [[ευδαιμονία]], [[επιτυχία]] του σκοπού (α. «[[ευτυχία]] να πιθυμάη και [[ποτέ]] να μη τήν δει», <b>Σολωμ.</b><br />β. «τήν ἀτυχίαν εἰς εὐτυχίαν αἰτοῦμαι μεταστῆναι», Αντιφ.)<br /><b>νεοελλ.</b><br />καλή [[μοίρα]], καλό [[ριζικό]]<br /><b>μσν.</b><br /><b>πληθ.</b> <i>αἱ εὐτυχίαι</i><br />οι ηδονές<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> <b>φρ.</b> α) «εὐτυχίᾳ χρῶμαι» — [[είμαι]] [[τυχερός]]<br />β) «ἐξ εὐτυχίας» — ως επακόλουθο κάποιας ευτυχούς καταστάσεως<br />γ) «ἡ ἐν τῷ πολέμῳ [[εὐτυχία]]» — η πολεμική [[επιτυχία]]<br /><b>2.</b> <b>πληθ.</b> <i>αἱ εὐτυχίαι</i><br />τα ευτυχήματα, τα ευτυχή γεγονότα, οι επιτυχίες. | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm |