κληρωτός: Difference between revisions

m
Text replacement - "<i>ὁ [[" to "ὁ [["
(1ba)
m (Text replacement - "<i>ὁ [[" to "ὁ [[")
Line 17: Line 17:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-ή, -ό (AM [[κληρωτός]], -ή, -όν) [[κληρώ]]<br />αυτός που εκλέγεται με κλήρο, σε [[αντιδιαστολή]] με τον αιρετό ή τον χειροτονητό (α. «κληρωτό δικαστήριο» — το ορκωτό δικαστήριο<br />β. «δημοκρατικὸν μέν... τὸ κληρωτὰς [[εἶναι]] τὰς ἀρχὰς, τὸ δ' αἱρετὰς ὀλιγαρχικόν», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>το αρσ. ως ουσ.</b> <i>ὁ [[κληρωτός]]<br />αυτός που καλείται να υπηρετήσει τη στρατιωτική του [[θητεία]], σε [[αντιδιαστολή]] με τον εθελοντή ή τον έφεδρο. Επιρρ. [[κληρωτῶς]] (Α)<br />με κλήρο, με [[κλήρωση]].
|mltxt=-ή, -ό (AM [[κληρωτός]], -ή, -όν) [[κληρώ]]<br />αυτός που εκλέγεται με κλήρο, σε [[αντιδιαστολή]] με τον αιρετό ή τον χειροτονητό (α. «κληρωτό δικαστήριο» — το ορκωτό δικαστήριο<br />β. «δημοκρατικὸν μέν... τὸ κληρωτὰς [[εἶναι]] τὰς ἀρχὰς, τὸ δ' αἱρετὰς ὀλιγαρχικόν», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>το αρσ. ως ουσ.</b> ὁ [[κληρωτός]]<br />αυτός που καλείται να υπηρετήσει τη στρατιωτική του [[θητεία]], σε [[αντιδιαστολή]] με τον εθελοντή ή τον έφεδρο. Επιρρ. [[κληρωτῶς]] (Α)<br />με κλήρο, με [[κλήρωση]].
}}
}}
{{lsm
{{lsm