3,258,334
edits
(1ba) |
m (Text replacement - "<i>ὁ [[" to "ὁ [[") |
||
Line 17: | Line 17: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ή, -ό (AM [[κληρωτός]], -ή, -όν) [[κληρώ]]<br />αυτός που εκλέγεται με κλήρο, σε [[αντιδιαστολή]] με τον αιρετό ή τον χειροτονητό (α. «κληρωτό δικαστήριο» — το ορκωτό δικαστήριο<br />β. «δημοκρατικὸν μέν... τὸ κληρωτὰς [[εἶναι]] τὰς ἀρχὰς, τὸ δ' αἱρετὰς ὀλιγαρχικόν», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>το αρσ. ως ουσ.</b | |mltxt=-ή, -ό (AM [[κληρωτός]], -ή, -όν) [[κληρώ]]<br />αυτός που εκλέγεται με κλήρο, σε [[αντιδιαστολή]] με τον αιρετό ή τον χειροτονητό (α. «κληρωτό δικαστήριο» — το ορκωτό δικαστήριο<br />β. «δημοκρατικὸν μέν... τὸ κληρωτὰς [[εἶναι]] τὰς ἀρχὰς, τὸ δ' αἱρετὰς ὀλιγαρχικόν», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>το αρσ. ως ουσ.</b> ὁ [[κληρωτός]]<br />αυτός που καλείται να υπηρετήσει τη στρατιωτική του [[θητεία]], σε [[αντιδιαστολή]] με τον εθελοντή ή τον έφεδρο. Επιρρ. [[κληρωτῶς]] (Α)<br />με κλήρο, με [[κλήρωση]]. | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm |