ὑδροφόρος: Difference between revisions

m
Text replacement - "<i>ἡ [[" to "ἡ [["
m (Text replacement - "<i>ὁ [[" to "ὁ [[")
m (Text replacement - "<i>ἡ [[" to "ἡ [[")
Line 20: Line 20:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-α, -ο / [[ὑδροφόρος]], -ον, ΝΜΑ<br />αυτός που έχει ή μεταφέρει [[νερό]] ή αυτός με τον οποίο μεταφέρεται [[νερό]] (α. «[[υδροφόρος]] [[σωλήνας]]» β. «τὸν ὑδροφόρον ὄνον», Μηναί.<br />γ. «ὑδροφόρον κόρην», <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>2.</b> (το αρσ. και στην αρχ. μόνον το θηλ. ως ουσ.) ὁ [[υδροφόρος]] και <i>ἡ [[ὑδροφόρος]]<br />αυτός που έχει ως [[έργο]] τη [[μεταφορά]] νερού, ο [[νεροκουβαλητής]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>το θηλ. ως ουσ.</b> η [[υδροφόρος]]<br />όχημα ή [[πλοίο]] κατάλληλο για τη [[μεταφορά]] νερού<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «[[υδροφόρος]] [[ορίζοντας]]»<br /><b>γεωλ.</b> νοητή υπόγεια [[επιφάνεια]] που αντιπροσωπεύεται από τις υδάτινες στάθμες τών φρεάτων και διεισδύει στη [[ζώνη]] του ολικά κορεσμένου με [[νερό]] διαπερατού πετρώματος, διαχωρίζοντας τη [[ζώνη]] του υπόγειου νερού από την υπερκείμενή της [[περιοχή]] του τριχοειδικού νερού<br />(αρχ,)<br /><b>1.</b> (<b>στον πληθ. ως κύριο όν.</b>) <i>Ὑδροφόροι</i><br />[[τίτλος]] τραγωδίας του Αισχύλου και του Σοφοκλέους<br /><b>2.</b> (<b>το θηλ. πληθ. ως ουσ.</b>) <i>αἱ Ὑδροφόροι</i><br />α) γυναίκες ιέρειες του ναού τών Βραγχιδών στη Μίλητο<br />β) άγαμες νεαρές κόρες που έπαιρναν [[μέρος]] στα [[Διπολίεια]], [[γιορτή]] που τελούσαν στην Αθήνα [[προς]] τιμήν του [[Διός]] Πολιέως<br /><b>3.</b> (η αιτ. πληθ.) <i>ὑδροφόρους</i><br /><i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «ὑδρορρόους».<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>υδρ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -[[φόρος]]].
|mltxt=-α, -ο / [[ὑδροφόρος]], -ον, ΝΜΑ<br />αυτός που έχει ή μεταφέρει [[νερό]] ή αυτός με τον οποίο μεταφέρεται [[νερό]] (α. «[[υδροφόρος]] [[σωλήνας]]» β. «τὸν ὑδροφόρον ὄνον», Μηναί.<br />γ. «ὑδροφόρον κόρην», <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>2.</b> (το αρσ. και στην αρχ. μόνον το θηλ. ως ουσ.) ὁ [[υδροφόρος]] και ἡ [[ὑδροφόρος]]<br />αυτός που έχει ως [[έργο]] τη [[μεταφορά]] νερού, ο [[νεροκουβαλητής]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>το θηλ. ως ουσ.</b> η [[υδροφόρος]]<br />όχημα ή [[πλοίο]] κατάλληλο για τη [[μεταφορά]] νερού<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «[[υδροφόρος]] [[ορίζοντας]]»<br /><b>γεωλ.</b> νοητή υπόγεια [[επιφάνεια]] που αντιπροσωπεύεται από τις υδάτινες στάθμες τών φρεάτων και διεισδύει στη [[ζώνη]] του ολικά κορεσμένου με [[νερό]] διαπερατού πετρώματος, διαχωρίζοντας τη [[ζώνη]] του υπόγειου νερού από την υπερκείμενή της [[περιοχή]] του τριχοειδικού νερού<br />(αρχ,)<br /><b>1.</b> (<b>στον πληθ. ως κύριο όν.</b>) <i>Ὑδροφόροι</i><br />[[τίτλος]] τραγωδίας του Αισχύλου και του Σοφοκλέους<br /><b>2.</b> (<b>το θηλ. πληθ. ως ουσ.</b>) <i>αἱ Ὑδροφόροι</i><br />α) γυναίκες ιέρειες του ναού τών Βραγχιδών στη Μίλητο<br />β) άγαμες νεαρές κόρες που έπαιρναν [[μέρος]] στα [[Διπολίεια]], [[γιορτή]] που τελούσαν στην Αθήνα [[προς]] τιμήν του [[Διός]] Πολιέως<br /><b>3.</b> (η αιτ. πληθ.) <i>ὑδροφόρους</i><br /><i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «ὑδρορρόους».<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>υδρ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -[[φόρος]]].
}}
}}
{{lsm
{{lsm