3,274,916
edits
m (Text replacement - "<i>ἡ [[" to "ἡ [[") |
m (Text replacement - ">" to ">") |
||
Line 29: | Line 29: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ια και -ία, -ιο (AM [[δημόσιος]], -ία, -ον<br />Α και [[δαμόσιος]], -ία, -ον)<br />I.1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον λαό, στο κοινό, ο [[κοινός]] (σε [[αντίθεση]] με τον ιδιωτικό) («[[δημόσια]] [[βιβλιοθήκη]]», «δημοσίας συνεισφοράς», «ἱερὰ τὰ [[δημόσια]]»)<br /><b>2.</b> αυτός που ανήκει στο [[κράτος]] («[[δημόσια]] κτήματα» «τὰς δημοσίας σιταποθήκας», «καὶ τῶν δημοσίων οὕτω δὴ... ἐπιμελήσασθαι [[ὥσπερ]] τῶν σφετέρων»)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που γίνεται ενώπιον του λαού ή [[μεταξύ]] του λαού («[[δημόσιος]] [[έλεγχος]]», «[[δημόσιος]] [[έρανος]]»)<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> α) «[[δημόσιος]] [[βίος]]» — η [[πολιτική]] ζωή, οι παράγοντες που τή διαμορφώνουν και οι πολιτικές ενέργειες προσώπων και κομμάτων<br />β) «[[δημόσιος]] [[ανήρ]] ή [[άνδρας]]» — [[πολιτικός]], όποιος ασχολείται με τα κοινά<br />γ) «[[δημόσιος]] [[υπάλληλος]]» — [[υπάλληλος]] που υπηρετεί σε κρατική [[υπηρεσία]] και μισθοδοτείται από το [[κράτος]]<br />δ) «[[δημόσιος]] [[κίνδυνος]]» — [[οποιοσδήποτε]] ή [[οτιδήποτε]] [[είναι]] επικίνδυνο για την [[κοινωνία]], για ομάδες ανθρώπων ή συγκεκριμένα πρόσωπα<br />ε) «[[δημόσιος]] [[κατήγορος]]» — ο [[εκπρόσωπος]] του νόμου σε ορισμένα δικαστήρια<br />στ) «[[δημόσια]] [[γνώμη]]» — η [[κοινή]] [[γνώμη]], η [[κοινή]] [[αντίληψη]] που διαμορφώνεται για κάποιο [[ζήτημα]] ή [[γεγονός]]<br />ζ) «[[δημόσια]] [[διοίκηση]]» — η [[διοίκηση]] και [[λειτουργία]] τών κρατικών υπηρεσιών<br />η) «[[δημόσια]] [[επιχείρηση]]» — [[επιχείρηση]] που διευθύνεται άμεσα ή έμμεσα από το [[κράτος]] ή νομικό [[πρόσωπο]] δημοσίου δικαίου<br />θ) «[[δημόσια]] [[οικονομία]]»<br />(i) η [[διαχείριση]] τών οικονομικών του δημοσίου, του κράτους<br />(ii) η [[δημόσια]] οικονομική<br />ι) «[[δημόσια]] οικονομική» — ο [[κλάδος]] της οικονομικής επιστήμης που μελετά τα προβλήματα τών οικονομικών του κράτους<br />ια) «[[δημόσια]] [[τάξη]]» — η [[προστασία]] από τις αρμόδιες αρχές της κανονικής κοινωνικής συμβίωσης, σύμφωνα με τους νόμους του κράτους<br />ιβ) «[[δημόσια]] [[υπηρεσία]]»<br />(i) η [[υπηρεσία]] στο [[δημόσιο]] ή σε νομικό [[πρόσωπο]] δημοσίου δικαίου<br />(ii) ο [[χρόνος]] της υπηρεσίας ενός δημόσιου υπαλλήλου<br />ιγ) «δημόσιες δαπάνες» — η [[διάθεση]] τών χρημάτων του δημοσίου<br />ιδ) «δημόσιες επενδύσεις» — το [[σύνολο]] τών δημόσιων δαπανών που αποσκοπούν στη [[δημιουργία]] κεφαλαιουχικών αγαθών, στην [[εξυπηρέτηση]] της πολιτικής της ανάπτυξης και στη [[διατήρηση]] της οικονομικής σταθερότητας<br />ιε) «δημόσιες σχέσεις» — οι ενέργειες κράτους, κρατικής υπηρεσίας, ιδιωτικής επιχείρησης, συλλόγου, οργανισμού, ατόμου για τη [[διαμόρφωση]] ευνοϊκής στάσης της κοινής γνώμης, του Τύπου, ομάδων, κρατών κ.λπ.<br />ιστ) «[[δημόσιο]] [[χρέος]]»<br />(i) το [[χρέος]] του κράτους από τη [[σύναψη]] δανείων<br />(ii) το [[σύνολο]] τών δανείων που έχει συνάψει το [[κράτος]]<br />ιζ) «[[δημόσια]] έργα» — τα έργα κοινής ωφέλειας που προγραμματίζονται και εκτελούνται από τις αρμόδιες κρατικές υπηρεσίες<br />ιη) «[[δημόσια]] θεάματα» — παραστάσεις, προβολές, καλλιτεχνικές κ.ά. εκδηλώσεις ενώπιον του κοινού<br /><b>μσν.</b><br /><b>1.</b> (για [[φόρο]]) [[εκείνος]] που καταβάλλεται στο [[κράτος]] από τους υπηκόους του<br /><b>2.</b> (για εγκλήματα και αδικήματα) όποιο στρέφεται [[κατά]] του κράτους<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> α) «[[δημοσία]] [[ὄψις]]» — [[διαπόμπευση]]<br />β) «[[δημοσία]] [[ἀπόλυσις]]» [[παραγραφή]] αδικήματος<br />II. <b>το αρσ. ως ουσ.</b> ο [[δημόσιος]]<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br />ο [[δήμιος]]<br /><b>μσν.</b><br />το [[δημόσιο]] [[ταμείο]], ο [[δημόσιος]] [[θησαυρός]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[υπάλληλος]] ή [[δούλος]] του δημοσίου ([[δημόσιος]] [[κήρυκας]], [[αστυνομικός]] [[υπάλληλος]], [[συμβολαιογράφος]], [[γραμματέας]])<br /><b>2.</b> [[δημόσιο]] [[θύμα]], [[αποδιοπομπαίος]], ([[φαρμακός]], [[κάθαρμα]]) που θανατώνεται ή κακοποιείται για εξιλασμό της κοινότητας<br /><b>3.</b> ο κατ' [[επάγγελμα]] [[κίναιδος]]<br />III. <b>το θηλ. ως ουσ.</b> η [[δημόσια]] (AM [[δημοσία]]<br />Α και [[δαμοσία]])<br />η [[πόρνη]]<br /><b>αρχ.</b><br />η [[σκηνή]] τών βασιλέων της Σπάρτης<br />IV. <b>το ουδ. εν. ως ουσ.</b> το [[δημόσιο]] (AM το δημόσιον)<br />το [[κράτος]], η [[πολιτεία]] («χρωστάει στο [[δημόσιο]]», «[[ὁπόταν]] τὸ δημόσιον... ἡγῆταί τις ἀδικεῖσθαι»)<br /><b>νεοελλ.</b><br />ο [[λαός]], το κοινό («[[πρέπει]] να γίνουν γνωστά στο [[δημόσιο]]»)<br /><b>μσν.</b><br /><b>1.</b> ο [[φόρος]] που επιβάλλει το [[κράτος]] σε κτήματα<br /><b>2.</b> δικαστήριο<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[κτήριο]] ή [[ίδρυμα]] κρατικό<br /><b>2.</b> [[δεσμωτήριο]]<br /><b>3.</b> το κρατικό [[ταμείο]]<br /><b>4.</b> το γυναικείο [[αιδοίο]]<br />V. (<b>το ουδ. πληθ. ως ουσ.</b>) τα [[δημόσια]] (AM [[δημόσια]])<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> οι κρατικές ή πολιτικές υποθέσεις (σε [[αντίθεση]] με τις ιδιωτικές ή οικογενειακές)<br /><b>2.</b> τα [[πορνεία]]<br /><b>μσν.</b><br />εγκλήματα [[κατά]] του κράτους<br /><b>αρχ.</b><br />τα αρχεία του κράτους<br />VI. <b>επίρρ.</b> [[δημόσια]] και [[δημοσίᾳ]] και δημοσίως (AM [[δημοσίᾳ]] και δημοσίως)<br />σε [[δημόσια]] [[εμφάνιση]], [[μπροστά]] σε κοινό<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> με [[απόφαση]] του δήμου<br /><b>2.</b> εκτελώντας [[δημόσια]] [[υπηρεσία]], κρατική [[αποστολή]]<br /><b>3.</b> σε δικαστήριο του δήμου<br />του λαού<br /><b>4.</b> (φρ. «[[ἰδίᾳ]] καὶ [[δημοσίᾳ]]» — και στον ιδιωτικό και στον [[δημόσιο]] βίο<br /><b>5.</b> «[[θνήσκω]] [[δημοσίᾳ]]» — [[πεθαίνω]] με [[απόφαση]] του δικαστηρίου από το [[χέρι]] του δημίου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Το επίθ. [[δημόσιος]], [[μολονότι]] σημασιολογικώς παρέχει την [[εντύπωση]] πως προέρχεται από το [[δήμος]], [[είναι]] παράγωγο του [[δημότης]] ([[δημότης]] | |mltxt=-ια και -ία, -ιο (AM [[δημόσιος]], -ία, -ον<br />Α και [[δαμόσιος]], -ία, -ον)<br />I.1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον λαό, στο κοινό, ο [[κοινός]] (σε [[αντίθεση]] με τον ιδιωτικό) («[[δημόσια]] [[βιβλιοθήκη]]», «δημοσίας συνεισφοράς», «ἱερὰ τὰ [[δημόσια]]»)<br /><b>2.</b> αυτός που ανήκει στο [[κράτος]] («[[δημόσια]] κτήματα» «τὰς δημοσίας σιταποθήκας», «καὶ τῶν δημοσίων οὕτω δὴ... ἐπιμελήσασθαι [[ὥσπερ]] τῶν σφετέρων»)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που γίνεται ενώπιον του λαού ή [[μεταξύ]] του λαού («[[δημόσιος]] [[έλεγχος]]», «[[δημόσιος]] [[έρανος]]»)<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> α) «[[δημόσιος]] [[βίος]]» — η [[πολιτική]] ζωή, οι παράγοντες που τή διαμορφώνουν και οι πολιτικές ενέργειες προσώπων και κομμάτων<br />β) «[[δημόσιος]] [[ανήρ]] ή [[άνδρας]]» — [[πολιτικός]], όποιος ασχολείται με τα κοινά<br />γ) «[[δημόσιος]] [[υπάλληλος]]» — [[υπάλληλος]] που υπηρετεί σε κρατική [[υπηρεσία]] και μισθοδοτείται από το [[κράτος]]<br />δ) «[[δημόσιος]] [[κίνδυνος]]» — [[οποιοσδήποτε]] ή [[οτιδήποτε]] [[είναι]] επικίνδυνο για την [[κοινωνία]], για ομάδες ανθρώπων ή συγκεκριμένα πρόσωπα<br />ε) «[[δημόσιος]] [[κατήγορος]]» — ο [[εκπρόσωπος]] του νόμου σε ορισμένα δικαστήρια<br />στ) «[[δημόσια]] [[γνώμη]]» — η [[κοινή]] [[γνώμη]], η [[κοινή]] [[αντίληψη]] που διαμορφώνεται για κάποιο [[ζήτημα]] ή [[γεγονός]]<br />ζ) «[[δημόσια]] [[διοίκηση]]» — η [[διοίκηση]] και [[λειτουργία]] τών κρατικών υπηρεσιών<br />η) «[[δημόσια]] [[επιχείρηση]]» — [[επιχείρηση]] που διευθύνεται άμεσα ή έμμεσα από το [[κράτος]] ή νομικό [[πρόσωπο]] δημοσίου δικαίου<br />θ) «[[δημόσια]] [[οικονομία]]»<br />(i) η [[διαχείριση]] τών οικονομικών του δημοσίου, του κράτους<br />(ii) η [[δημόσια]] οικονομική<br />ι) «[[δημόσια]] οικονομική» — ο [[κλάδος]] της οικονομικής επιστήμης που μελετά τα προβλήματα τών οικονομικών του κράτους<br />ια) «[[δημόσια]] [[τάξη]]» — η [[προστασία]] από τις αρμόδιες αρχές της κανονικής κοινωνικής συμβίωσης, σύμφωνα με τους νόμους του κράτους<br />ιβ) «[[δημόσια]] [[υπηρεσία]]»<br />(i) η [[υπηρεσία]] στο [[δημόσιο]] ή σε νομικό [[πρόσωπο]] δημοσίου δικαίου<br />(ii) ο [[χρόνος]] της υπηρεσίας ενός δημόσιου υπαλλήλου<br />ιγ) «δημόσιες δαπάνες» — η [[διάθεση]] τών χρημάτων του δημοσίου<br />ιδ) «δημόσιες επενδύσεις» — το [[σύνολο]] τών δημόσιων δαπανών που αποσκοπούν στη [[δημιουργία]] κεφαλαιουχικών αγαθών, στην [[εξυπηρέτηση]] της πολιτικής της ανάπτυξης και στη [[διατήρηση]] της οικονομικής σταθερότητας<br />ιε) «δημόσιες σχέσεις» — οι ενέργειες κράτους, κρατικής υπηρεσίας, ιδιωτικής επιχείρησης, συλλόγου, οργανισμού, ατόμου για τη [[διαμόρφωση]] ευνοϊκής στάσης της κοινής γνώμης, του Τύπου, ομάδων, κρατών κ.λπ.<br />ιστ) «[[δημόσιο]] [[χρέος]]»<br />(i) το [[χρέος]] του κράτους από τη [[σύναψη]] δανείων<br />(ii) το [[σύνολο]] τών δανείων που έχει συνάψει το [[κράτος]]<br />ιζ) «[[δημόσια]] έργα» — τα έργα κοινής ωφέλειας που προγραμματίζονται και εκτελούνται από τις αρμόδιες κρατικές υπηρεσίες<br />ιη) «[[δημόσια]] θεάματα» — παραστάσεις, προβολές, καλλιτεχνικές κ.ά. εκδηλώσεις ενώπιον του κοινού<br /><b>μσν.</b><br /><b>1.</b> (για [[φόρο]]) [[εκείνος]] που καταβάλλεται στο [[κράτος]] από τους υπηκόους του<br /><b>2.</b> (για εγκλήματα και αδικήματα) όποιο στρέφεται [[κατά]] του κράτους<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> α) «[[δημοσία]] [[ὄψις]]» — [[διαπόμπευση]]<br />β) «[[δημοσία]] [[ἀπόλυσις]]» [[παραγραφή]] αδικήματος<br />II. <b>το αρσ. ως ουσ.</b> ο [[δημόσιος]]<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br />ο [[δήμιος]]<br /><b>μσν.</b><br />το [[δημόσιο]] [[ταμείο]], ο [[δημόσιος]] [[θησαυρός]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[υπάλληλος]] ή [[δούλος]] του δημοσίου ([[δημόσιος]] [[κήρυκας]], [[αστυνομικός]] [[υπάλληλος]], [[συμβολαιογράφος]], [[γραμματέας]])<br /><b>2.</b> [[δημόσιο]] [[θύμα]], [[αποδιοπομπαίος]], ([[φαρμακός]], [[κάθαρμα]]) που θανατώνεται ή κακοποιείται για εξιλασμό της κοινότητας<br /><b>3.</b> ο κατ' [[επάγγελμα]] [[κίναιδος]]<br />III. <b>το θηλ. ως ουσ.</b> η [[δημόσια]] (AM [[δημοσία]]<br />Α και [[δαμοσία]])<br />η [[πόρνη]]<br /><b>αρχ.</b><br />η [[σκηνή]] τών βασιλέων της Σπάρτης<br />IV. <b>το ουδ. εν. ως ουσ.</b> το [[δημόσιο]] (AM το δημόσιον)<br />το [[κράτος]], η [[πολιτεία]] («χρωστάει στο [[δημόσιο]]», «[[ὁπόταν]] τὸ δημόσιον... ἡγῆταί τις ἀδικεῖσθαι»)<br /><b>νεοελλ.</b><br />ο [[λαός]], το κοινό («[[πρέπει]] να γίνουν γνωστά στο [[δημόσιο]]»)<br /><b>μσν.</b><br /><b>1.</b> ο [[φόρος]] που επιβάλλει το [[κράτος]] σε κτήματα<br /><b>2.</b> δικαστήριο<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[κτήριο]] ή [[ίδρυμα]] κρατικό<br /><b>2.</b> [[δεσμωτήριο]]<br /><b>3.</b> το κρατικό [[ταμείο]]<br /><b>4.</b> το γυναικείο [[αιδοίο]]<br />V. (<b>το ουδ. πληθ. ως ουσ.</b>) τα [[δημόσια]] (AM [[δημόσια]])<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> οι κρατικές ή πολιτικές υποθέσεις (σε [[αντίθεση]] με τις ιδιωτικές ή οικογενειακές)<br /><b>2.</b> τα [[πορνεία]]<br /><b>μσν.</b><br />εγκλήματα [[κατά]] του κράτους<br /><b>αρχ.</b><br />τα αρχεία του κράτους<br />VI. <b>επίρρ.</b> [[δημόσια]] και [[δημοσίᾳ]] και δημοσίως (AM [[δημοσίᾳ]] και δημοσίως)<br />σε [[δημόσια]] [[εμφάνιση]], [[μπροστά]] σε κοινό<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> με [[απόφαση]] του δήμου<br /><b>2.</b> εκτελώντας [[δημόσια]] [[υπηρεσία]], κρατική [[αποστολή]]<br /><b>3.</b> σε δικαστήριο του δήμου<br />του λαού<br /><b>4.</b> (φρ. «[[ἰδίᾳ]] καὶ [[δημοσίᾳ]]» — και στον ιδιωτικό και στον [[δημόσιο]] βίο<br /><b>5.</b> «[[θνήσκω]] [[δημοσίᾳ]]» — [[πεθαίνω]] με [[απόφαση]] του δικαστηρίου από το [[χέρι]] του δημίου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Το επίθ. [[δημόσιος]], [[μολονότι]] σημασιολογικώς παρέχει την [[εντύπωση]] πως προέρχεται από το [[δήμος]], [[είναι]] παράγωγο του [[δημότης]] ([[δημότης]] > <i>δημότ-ιος</i> > [[δημόσιος]]) όπως και το επίθ. <i>δημοτ-ικός</i> (> <i>δημοτ-ικός</i>)]. | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm |