3,274,831
edits
m (Text replacement - ">" to ">") |
m (Text replacement - " τοῑς " to " τοῖς ") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=ο (ΑΜ [[οἶκος]])<br /><b>1.</b> [[οικία]], [[σπίτι]] (α. «έγινε κατ' οίκον [[έρευνα]]» — έγινε στο [[σπίτι]] κάποιου [[έρευνα]] από αστυνομικές αρχές<br />β. «ἐγερθεὶς ἆρόν σου τὴν κλίνην καὶ ὕπαγε εἰς τὸν οἶκόν σου», ΚΔ)<br /><b>2.</b> [[γένος]], [[γενιά]], [[οικογένεια]] (α. «ο [[οίκος]] τών Κομνηνών» β. «Ἀγαμεμνονίων οἴκων ὄλεθρον», <b>Αισχύλ.</b>)<br /><b>3.</b> <b>αστρολ.</b> η [[θέση]] την οποία κατέχει [[ένας]] [[πλανήτης]] όταν δεσπόζει στον ζωδιακό κύκλο («δέδονται τόποι τινὲς | |mltxt=ο (ΑΜ [[οἶκος]])<br /><b>1.</b> [[οικία]], [[σπίτι]] (α. «έγινε κατ' οίκον [[έρευνα]]» — έγινε στο [[σπίτι]] κάποιου [[έρευνα]] από αστυνομικές αρχές<br />β. «ἐγερθεὶς ἆρόν σου τὴν κλίνην καὶ ὕπαγε εἰς τὸν οἶκόν σου», ΚΔ)<br /><b>2.</b> [[γένος]], [[γενιά]], [[οικογένεια]] (α. «ο [[οίκος]] τών Κομνηνών» β. «Ἀγαμεμνονίων οἴκων ὄλεθρον», <b>Αισχύλ.</b>)<br /><b>3.</b> <b>αστρολ.</b> η [[θέση]] την οποία κατέχει [[ένας]] [[πλανήτης]] όταν δεσπόζει στον ζωδιακό κύκλο («δέδονται τόποι τινὲς τοῖς πλανήταις, οὓς οἴκους αὐτῶν καλοῡσιν οἱ νεώτεροι, ἐν οἷς αὐτοὺς ὄντας καὶ οἰκοδεσποτεῑν λέγουσιν», <b>Ευστ.</b>)<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> «[[οίκος]] (του) Θεού» ή «[[οίκος]] (του) Κυρίου» — η [[εκκλησία]], ο [[ναός]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> οργανωμένη [[επιχείρηση]] (α. «[[οίκος]] μόδας» β. [[εκδοτικός]] [[οίκος]]»)<br /><b>2.</b> το [[σύνολο]] τών στρατιωτικών και πολιτικών υπαλλήλων που ανήκουν στην [[υπηρεσία]] ανώτατου άρχοντα<br /><b>3.</b> <b>(λειτ.)</b> καθεμιά από τις επιμέρους στροφές κοντακίου, οι οποίες βρίσκονται [[μετά]] το [[προοίμιο]] («οι [[οίκοι]] του Ακάθιστου Ύμνου»)<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> α) «τα εν οίκω μη εν δήμω» — αυτά που αφορούν μία [[οικογένεια]] ή ένα στενό [[περιβάλλον]] δεν [[πρέπει]] να γίνονται γνωστά σε ευρύτερο κύκλο<br />β) «[[οίκος]] ευγηρίας» — το [[γηροκομείο]]<br />γ) «[[οίκος]] [[τυφλών]]» — [[άσυλο]] [[τυφλών]]<br />δ) «[[οίκος]] ανοχής» — [[πορνείο]], [[μπουρδέλο]]<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[ναός]], [[ιερό]] («οἴκους ἐν οἷς συνήγοντο οἱ χριστιανοί», <b>Ευστ.</b>)<br /><b>2.</b> η [[φωλιά]] άγριου ζώου<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> οποιοδήποτε [[μέρος]] χρησιμεύει για [[κατοικία]], όπως [[σκηνή]], [[σπήλαιο]] κ.λπ. («οἶκον μὲν ὁρᾱς τον δ' ἀμφίθυρον πετρίνης κοίτης», <b>Σοφ.</b>)<br /><b>2.</b> η [[πατρίδα]], η [[γενέτειρα]] («ἵνα μὴ ἀπ' οἴκου ὦσι», <b>Θουκ.</b>)<br /><b>3.</b> [[μέρος]] του σπιτιού, [[δωμάτιο]], [[θάλαμος]] ή [[τραπεζαρία]] (α. «ἀλλ' εἰς οἶκον ἰοῡσα τὰ σ' αὐτῆς έργα κόμιζε», <b>Ομ. Οδ.</b><br />β. «ἀλλ' ἀρκέσει μοι [[οἶκος]] [[ἑπτάκλινος]]», <b>Ξεν.</b>)<br /><b>4.</b> η [[περιουσία]], [[καθετί]] που έχει στην [[κατοχή]] του ο [[οικοδεσπότης]] («ἐδίδοσαν οἶκον αὐτῷ τὸν Νάβιδος ἐς [[πλέον]] ἢ τάλαντα [[ἑκατόν]]», <b>Παυσ.</b>)<br /><b>5.</b> [[κληρονομιά]] («καὶ τοὺς ἰδίους οἴκους οὗτοι μὲν <span style="color: red;"><</span> ἂν> ἐκ τών πραγμάτων ἐκτήσαντο», Λυσ.)<br /><b>6.</b> [[κλουβί]] πτηνού<br /><b>7.</b> <b>στον πληθ.</b> <i>οἱ οἶκοι</i><br />ένα [[σπίτι]] που έχει [[πολλά]] δωμάτια («σῶσαί με' ἐς οἴκους», <b>Σοφ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. (<i>F</i>)<i>οῖκος</i> ανάγεται στην ΙΕ [[ρίζα]] <i>weik</i><br />/ <i>woiko</i>- «[[σπίτι]], [[οικισμός]]» και συνδέεται με αρχ. ινδ. <i>veśa</i>- «[[σπίτι]]», <i>veśά</i>- «[[κάτοικος]]», γοτθ. <i>weihs</i> «[[χωριό]]». Στη μηδενισμένη [[βαθμίδα]] <i>wik</i>- της ρίζας ανάγονται τα: αρχ. ινδ. <i>viś</i>- «[[πατριά]], [[ομάδα]] από πολλές οικογένειες», <i>viśati</i>, αβεστ. <i>vĩsaiti</i> «εγκαθίσταμαι, [[κάθομαι]]», λατ. <i>vicus</i> «[[κώμη]], [[χωριό]]», αρχ. σλαβ. <i>vĭsĩ</i> [[χωριό]]». Η λ. [[οἶκος]] ανήκει σε μία [[οικογένεια]] λέξεων της Ινδοευρωπαϊκής, σημαντική για την [[ιστορία]] του κοινωνικού λεξιλογίου. Στην Ιρανική και στην Αρχ. Ινδική η λ. χρησιμοποιήθηκε με σημ. «[[πατριά]], [[ομάδα]] από πολλές οικογένειες» (<b>πρβλ.</b> ιραν. <i>v</i><i>ī</i><i>s</i>-, αρχ. ινδ. <i>viś</i>-), ενώ στη Λατινική και στην Αρχ. Γερμανική εξελίχθηκε στη σημ. «[[χωριό]], [[κωμόπολη]]» (<b>πρβλ.</b> λατ. <i>vicus</i>, γοτθ. <i>weihs</i>). Στην Ελληνική, για την κοινωνική [[οργάνωση]] χρησιμοποιήθηκαν οι λ. <i>γένη</i>, <i>φυλαί</i>, [[πόλις]], ενώ οι λ. [[οἶκος]], [[οἰκία]] (<b>βλ. λ.</b> [[οικία]]) περιορίστηκαν στις σημ. «[[οικογένεια]]» και «[[τόπος]] διαμονής της οικογένειας» αντικαθιστώντας τη λ. [[δόμος]] (<b>πρβλ.</b> λατ. <i>domus</i>), που έπαψε [[νωρίς]] να χρησιμοποιείται. Η λ. [[οἶκος]] με τα πάμπολλα παράγωγα και σύνθετά της χρησιμοποιήθηκε για να δηλώσει τις σημασίες «[[κατοικία]], [[διαχείριση]] της κατοικίας» [[αλλά]] και «[[υπηρέτης]], [[κάτοικος]] του σπιτιού» (<b>πρβλ.</b> [[οικώ]], [[οικέτης]], [[οικεύς]]). Παράλληλα, όμως, από τη λ. [[οἶκος]] προήλθε και μία [[ομάδα]] συνθ. [[κυρίως]] λέξεων που αναφέρονται στον αποικισμό (<b>πρβλ.</b> [[άποικος]], [[έποικος]], [[μέτοικος]]).<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[οίκαδε]], [[οικείος]], [[οικία]], [[οικίζω]], [[οικίσκος]], [[οίκοθεν]], [[οίκοι]], [[οικώ]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[οίκαδις]], [[οικάριον]], [[οικεύς]], [[οικίδιος]], [[οικίον]], [[οικίσκη]], [[οίκοθι]], [[οίκονδε]], [[οίκοσε]]<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br />[[οικέτης]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> (Α' συνθετικό) [[οικογενής]], [[οικοδέσποινα]], [[οικοδεσπότης]], [[οικοδίαιτος]], [[οικοδόμος]] (I), [[οικονόμος]], [[οικόπεδο]](<i>ν</i>), [[οικόσιτος]], [[οικοσκευή]], [[οικότροφος]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[οικοβασιλικόν]], <i>οικόδιος</i>, [[οικοδέγμων]], [[οικοδέκτωρ]], [[οικοδεσπόζω]], [[οικοδεσποτεία]], [[οικοδοχεύς]], [[οικόθετος]], [[οικοκερδής]], [[οικομανία]], [[οικομαχία]], <i>οίκοποιός</i>, [[οικοσκοπικόν]] [[οικοσόος]], [[οικοτραφής]], <i>οικοτριδής</i>, [[οικότριψ]], [[οικοτύραννος]], [[οικουργός]], [[οικουρός]], [[οικοφθόρος]], [[οικοφόρος]], [[οικοφυλάκιον]], [[οικοφύλαξ]], [[οικώναξ]], [[οικωφελής]]<br /><b>μσν.</b><br />[[οικόθρεπτος]], [[οικοκρατούμαι]], [[οικοτόπιον]], [[οικοτριβώ]]<br /><b>μσν.- νεοελλ.</b><br />[[οικοκύρης]], [[οικολόγος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[οικοδιδάσκαλος]], [[οικολογία]], [[οικόσημο]], [[οικοστολή]], [[οικοσύστημα]], [[οικοτεχνία]], [[οικότυπος]], [[οικοφοβία]]. (Β' συνθετικό) [[αγροίκος]], [[άποικος]], [[εγκάτοικος]], [[ένοικος]], [[έποικος]], [[κάτοικος]], [[μέτοικος]], [[πάροικος]], [[περίοικος]], [[σύνοικος]], [[φερέοικος]]<br /><b>αρχ.</b><br /><i>αερίοικος</i>, [[αμάξοικος]], [[άνοικος]], [[άντοικος]], [[άοικος]], <i>απωλεσίοικος</i>, <i>αύτοικος</i>, [[δύσοικος]], <i>εγρεσίοικος</i>, <i>εμδρύοικος</i>, [[έξοικος]], [[εύοικος]], [[θυμάγροικος]], [[κωμοκάτοικος]], <i>μεσάγροικος</i>, [[μόνοικος]], [[νέοικος]], [[νεοκάτοικος]], [[νεώσοικος]], [[ομοκάτοικος]], [[ομόοικος]], [[ορείοικος]], [[ορεσίοικος]], [[ουρανοκάτοικος]], [[ουρεσίοικος]], [[πέδοικος]], [[πλησίοικος]], [[πρόοικος]], [[πρόσοικος]], [[πτολίοικος]], [[συμπάροικος]], [[σωσίοικος]], [[υλοκάτοικος]], [[υπάγροικος]], [[υπέροικος]], <i>ύποικος</i>, [[φέροικος]], [[φθορόοικος]], [[φίλοικος]], [[φυκίοικος]], [[χαλκίοικος]], [[ωλεσίοικος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[δουλοπάροικος]], [[συγκάτοικος]]. | ||
}} | }} |