противиться: Difference between revisions
From LSJ
Ὁ αὐτὸς ἔφησε τὸν μὲν ὕπνον ὀλιγοχρόνιον θάνατον, τὸν δὲ θάνατον πολυχρόνιον ὕπνον → Plato said that sleep was a short-lived death but death was a long-lived sleep
(ru-m-18-oct) |
m (Text replacement - "]] ;;" to "]],") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{ruel | {{ruel | ||
|rueltext=[[ἀντιστασιάζω]] | |rueltext=[[ἀντιστασιάζω]], [[ἀντιτάσσω]], [[ἀντιτάττω]], [[ἀσπαίρω]], [[ἀντιπίπτω]], [[διερείδω]], [[ἐναντιόομαι]], [[ἀντιπράσσω]], [[ἀντιπράττω]], [[ἀντιπρήσσω]], [[ἀντιφέρω]], [[ἀντιστατέω]], [[ἀνθίστημι]], [[ἀντίστημι]], [[ἀντιτείνω]], [[μισέω]], [[ἐνίστημι]] | ||
}} | }} |
Latest revision as of 18:15, 18 October 2019
Russian > Greek
ἀντιστασιάζω, ἀντιτάσσω, ἀντιτάττω, ἀσπαίρω, ἀντιπίπτω, διερείδω, ἐναντιόομαι, ἀντιπράσσω, ἀντιπράττω, ἀντιπρήσσω, ἀντιφέρω, ἀντιστατέω, ἀνθίστημι, ἀντίστημι, ἀντιτείνω, μισέω, ἐνίστημι