ματρυλεῖον: Difference between revisions

m
Text replacement - "Πολυδ." to "Πολυδ."
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)<\/b>" to "$1")
m (Text replacement - "Πολυδ." to "Πολυδ.")
Line 11: Line 11:
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ματρῠλεῖον''': τό, ὡς τὸ [[μαστροπεῖον]], [[πορνεῖον]], [[χαμαιτυπεῖον]], Μένανδρ. ἐν «Ἐπιτρέπουσι» 4, Δείναρχ. παρ’ Ἁρποκρ.· ἐν Πλουτ. 2. 1093F, [[Πολυδ]]. ϛʹ, 188, φέρεται [[ἡμαρτημένως]]: ματρύλλιον ἢ μαστρύλλιον. Καθ’ Ἡσύχ. προπαροξυτόνως: «ματρύλειον· [[τόπος]] τῶν πορνευόντων, [[τουτέστι]] [[πορνεῖον]], [[ὅπου]] οἱ μαστροποί, [[ἤτοι]] μαυλισταὶ διέτριβον».
|lstext='''ματρῠλεῖον''': τό, ὡς τὸ [[μαστροπεῖον]], [[πορνεῖον]], [[χαμαιτυπεῖον]], Μένανδρ. ἐν «Ἐπιτρέπουσι» 4, Δείναρχ. παρ’ Ἁρποκρ.· ἐν Πλουτ. 2. 1093F, Πολυδ. ϛʹ, 188, φέρεται [[ἡμαρτημένως]]: ματρύλλιον ἢ μαστρύλλιον. Καθ’ Ἡσύχ. προπαροξυτόνως: «ματρύλειον· [[τόπος]] τῶν πορνευόντων, [[τουτέστι]] [[πορνεῖον]], [[ὅπου]] οἱ μαστροποί, [[ἤτοι]] μαυλισταὶ διέτριβον».
}}
}}
{{bailly
{{bailly