Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

καματηρός: Difference between revisions

From LSJ

Τὸ νικᾶν αὐτὸν αὑτὸν πασῶν νικῶν πρώτη τε καὶ ἀρίστη. Τὸ δὲ ἡττᾶσθαι αὐτὸν ὑφ' ἑαυτοῦ πάντων αἴσχιστόν τε ἅμα καὶ κάκιστον. → Τo conquer yourself is the first and best victory of all, while to be conquered by yourself is of all the most shameful as well as evil

Plato, Laws, 626e
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+), ([\w]+)<\/b>" to "$1, $2")
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)-([\w]+), ([\w]+)<\/b>" to "$1-$2, $3")
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=kamatiros
|Transliteration C=kamatiros
|Beta Code=kamathro/s
|Beta Code=kamathro/s
|Definition=ά, όν, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> [[toilsome]], [[wearisome]], γῆρας <span class="bibl"><span class="title">h.Ven.</span>246</span>; κόπος <span class="bibl">Ar.<span class="title">Lys.</span>542</span>; καματηρὸν ἀϋτμένα φυσιόωντε <span class="bibl">A.R.2.87</span>; καματηρὸν τὸ ἄρχειν <span class="bibl">Arist.<span class="title">Mu.</span>400b9</span>. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">2</span> [[tiring]], [[exhausting]], σφοδρὰ καὶ κ. πηδήματα <span class="bibl">Luc.<span class="title">Salt.</span>34</span>. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">II</span> Pass., <b class="b2">bowed down with toil, broken down, worn out</b>, <span class="bibl">Hdt.4.135</span>; κ. σώματα <span class="bibl">D.H.10.53</span>, cf. <span class="bibl">Arr.<span class="title">An.</span>5.16.1</span>, <span class="title">Cat.Cod.Astr.</span>2.166. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">2</span> <b class="b2">hard-working, toiling</b>, βόες <span class="bibl">Porph.<span class="title">Chr.</span> 29</span>.</span>
|Definition=ά, όν, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> [[toilsome]], [[wearisome]], γῆρας <span class="bibl"><span class="title">h.Ven.</span>246</span>; κόπος <span class="bibl">Ar.<span class="title">Lys.</span>542</span>; καματηρὸν ἀϋτμένα φυσιόωντε <span class="bibl">A.R.2.87</span>; καματηρὸν τὸ ἄρχειν <span class="bibl">Arist.<span class="title">Mu.</span>400b9</span>. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">2</span> [[tiring]], [[exhausting]], σφοδρὰ καὶ κ. πηδήματα <span class="bibl">Luc.<span class="title">Salt.</span>34</span>. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">II</span> Pass., <b class="b2">bowed down with toil, broken down, worn out</b>, <span class="bibl">Hdt.4.135</span>; κ. σώματα <span class="bibl">D.H.10.53</span>, cf. <span class="bibl">Arr.<span class="title">An.</span>5.16.1</span>, <span class="title">Cat.Cod.Astr.</span>2.166. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">2</span> [[hard-working]], [[toiling]], βόες <span class="bibl">Porph.<span class="title">Chr.</span> 29</span>.</span>
}}
}}
{{pape
{{pape

Revision as of 18:50, 1 July 2020

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κᾰμᾰτηρός Medium diacritics: καματηρός Low diacritics: καματηρός Capitals: ΚΑΜΑΤΗΡΟΣ
Transliteration A: kamatērós Transliteration B: kamatēros Transliteration C: kamatiros Beta Code: kamathro/s

English (LSJ)

ά, όν,

   A toilsome, wearisome, γῆρας h.Ven.246; κόπος Ar.Lys.542; καματηρὸν ἀϋτμένα φυσιόωντε A.R.2.87; καματηρὸν τὸ ἄρχειν Arist.Mu.400b9.    2 tiring, exhausting, σφοδρὰ καὶ κ. πηδήματα Luc.Salt.34.    II Pass., bowed down with toil, broken down, worn out, Hdt.4.135; κ. σώματα D.H.10.53, cf. Arr.An.5.16.1, Cat.Cod.Astr.2.166.    2 hard-working, toiling, βόες Porph.Chr. 29.

German (Pape)

[Seite 1316] mühselig, beschwerlich; γῆρας H. h. Ven. 247; ἀυτμήν Ap. Rh. 2, 87; τοῖς μὲν καματηρὸν ἄρχειν Arist. mund. 6; σφοδρὰ καὶ καματηρὰ πηδήματα Luc. salt. 34; – bei Her. 4, 135 dem ἀσθενέστατοι entsprechend, krank, erschöpft; καματηροὶ καὶ πνευστιῶντες Arr. An. 5, 16, 2; σώματα, siech, D. Hal. 10, 53. – Adv. καματηρῶς, Poll. 3, 105.

Greek (Liddell-Scott)

καματηρός: -ά, -όν, κοπιώδης, ἐπίμοχθος, γῆρας Ὁμ. Ὕμν. εἰς Ἀφρ. 247· οὐδὲ τὰ γόνατα κόπος ἑλεῖ καματηρός μου Ἀριστοφ. Λυσ. 542· καματηρὸν ἀϋτμένα φυσιόωντε Ἀπολλ. Ρόδ. Β΄, 87· καματηρὸν τὸ ἄρχειν Ἀριστ. π. Κόσμ. 6. 34. 2) ὁ προξενῶν κάματον, σφοδρὰ καὶ καματηρὰ πηδήματα Λουκ. π. Ὀρχ. 34. ΙΙ Παθ., καταβεβλημένος ἐκ τοῦ καμάτου, καταπεπονημένος, τοὺς καματηροὺς τῶν ἀνδρῶν (οὕς μικρὸν ἀνωτέρω ὠνόμασε: τοὺς ἀσθενεστάτους εἰς τάς ταλαιπωρίας) Ἡρόδ. 4. 135, πρβλ. Διον. Ἁλ. 10. 53, Ἀρρ. Ἀν. 5. 16, 2: - Ἐπίρρ. καματηρῶς, ἐπιπόνως, Πολυδ. Γ΄, 105. - Τύπος καματερὸς ἀπαντᾷ παρὰ Κ. Πορφ. πρὸς Νικηφ. 178, 9, ἐπὶ φορτηγῶν πλοίων: καράβια καματερά.

French (Bailly abrégé)

ά, όν :
1 laborieux, fatigant, pénible;
2 fatigué, épuisé de fatigue.
Étymologie: κάματος.

Greek Monolingual

-ή, -ὁ (Α καματηρός, -ά, -όν)
αυτός που προκαλεί κάματο, επίπονος, κοπιαστικός («καματηρὸν τὸ ἄρχειν» Αριστοτ.)
αρχ.
1. καταπονημένος, τσακισμένος απ' την κούραση, πολύ κουρασμένος («τοὺς μὲν καματηροὺς τῶν ἀνδρῶν», Ηρόδ.)
2. ο εργαζόμενος σε κοπιαστική εργασία, καματερός
3. νοσηρός («καματηρά σώματα», Διον.Αλ.).
επίρρ...
καματηρώς (Α)
με κάματο, με κόπο, επίπονα, κοπιαστικά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κάματος + -ηρός (πρβλ. μοχθ-ηρός, νοσ-ηρός)].

Greek Monotonic

κᾰμᾰτηρός: -ά, -όν,
I. κουραστικός, εκνευριστικός, βασανιστικός, κοπιώδης, πληκτικός, ανιαρός, σε Ομηρ. Ύμν.· κουραστικός, εξαντλητικός, σε Λουκ.
II. Παθ., αυτός που έχει καταβληθεί, καταπονημένος από σκληρή εργασία, κατάκοπος, ξεθεωμένος, φθαρμένος, λιωμένος, τριμμένος, φαγωμένος, σε Ηρόδ.

Russian (Dvoretsky)

κᾰμᾰτηρός:
1) тяжелый, тягостный, мучительный (γῆρας HH; κόπος Arph.);
2) утомительный, изнурительный (τὸ ἄρχειν Arst.; πηδήματα Luc.);
3) изнуренный, слабосильный (ἄνδρες Her.).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

καματηρός -ά -όν [κάματος] afmattend:. καματηρός... κόπος afmattende inspanning Aristoph. Lys. 542. afgemat:. οἱ καματηροὶ τῶν ἀνδρῶν de afgematte manschappen Hdt. 4.135.1.

Middle Liddell

κᾰμᾰτηρός, ή, όν
I. toilsome, troublesome, wearisome, Hhymn.:— tiring, exhausting, Luc.
II. pass. bowed down with toil, broken down, worn out, Hdt. [from κάμᾰτος]