ὡμολογημένως: Difference between revisions

m
Text replacement - "Πολυδ." to "Πολυδ."
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+), ([\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1, $2")
m (Text replacement - "Πολυδ." to "Πολυδ.")
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ὡμολογημένως''': Ἐπίρρ. μετοχ. παθ. πρκμ. τοῦ [[ὁμολογέω]], [[ὁμολογουμένως]], [[ἄνευ]] ἀντιολογίας, Διόδ. 15. 10, [[Πολυδ]]. Ϛ´, 208, Ἱππ. π. Ἀρχ. Ἰητρ. 10 (ἐν τῷ Ἰων. τύπῳ ὁμ-).
|lstext='''ὡμολογημένως''': Ἐπίρρ. μετοχ. παθ. πρκμ. τοῦ [[ὁμολογέω]], [[ὁμολογουμένως]], [[ἄνευ]] ἀντιολογίας, Διόδ. 15. 10, Πολυδ. Ϛ´, 208, Ἱππ. π. Ἀρχ. Ἰητρ. 10 (ἐν τῷ Ἰων. τύπῳ ὁμ-).
}}
}}
{{grml
{{grml