κατιλλώπτω: Difference between revisions

m
Text replacement - "Πολυδ." to "Πολυδ."
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+), ([\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1, $2")
m (Text replacement - "Πολυδ." to "Πολυδ.")
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''κατιλλώπτω''': (ἰλλωπέω, ἰλλώπτω), [[βλέπω]] λοξῶς πρὸς τινα, [[κάμνω]] νεύματα διὰ τῶν ὀφθαλμῶν, «[[κάμνω]] ’μμάτι», ἐρωτικῶς [[βλέπω]], τινὶ Φιλήμ. ἐν Ἀδήλ. 31· [[ἔνθα]] ἴδε Meineke· θῆλυ κ. Ἀνθ. ΙΙ. 5. 200. 2) [[καταβλέπω]] ἐπὶ χλευασμῷ, [[Πολυδ]]. Β΄, 52, Ἡσύχ., πρβλ. [[ἐγκατιλλώπτω]], [[ἐνιλλώπτω]].
|lstext='''κατιλλώπτω''': (ἰλλωπέω, ἰλλώπτω), [[βλέπω]] λοξῶς πρὸς τινα, [[κάμνω]] νεύματα διὰ τῶν ὀφθαλμῶν, «[[κάμνω]] ’μμάτι», ἐρωτικῶς [[βλέπω]], τινὶ Φιλήμ. ἐν Ἀδήλ. 31· [[ἔνθα]] ἴδε Meineke· θῆλυ κ. Ἀνθ. ΙΙ. 5. 200. 2) [[καταβλέπω]] ἐπὶ χλευασμῷ, Πολυδ. Β΄, 52, Ἡσύχ., πρβλ. [[ἐγκατιλλώπτω]], [[ἐνιλλώπτω]].
}}
}}
{{bailly
{{bailly