προσλείπω: Difference between revisions
Θέλομεν καλῶς ζῆν πάντες, ἀλλ' οὐ δυνάμεθα → Bene vivere omnes volumus, at non possumus → Gut leben wollen wir alle, doch wir können es nicht
m (Text replacement - ", [[to be " to ", to [[be ") |
m (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">") |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=prosleipo | |Transliteration C=prosleipo | ||
|Beta Code=proslei/pw | |Beta Code=proslei/pw | ||
|Definition=<span class="sense" | |Definition=<span class="sense"> <span class="bld">A</span> [[leave on]], τῷ μεσογονατίῳ τὸ πρὸς τοὺς βλαστοὺς γόνυ <span class="bibl">Thphr.<span class="title">HP</span>4.11.6</span>. </span><span class="sense"> <span class="bld">2</span> [[leave unworked]], π. ἢ συνελεῖν <span class="title">IG</span>7.3073.23 (Lebad., ii B.C.). </span><span class="sense"> <span class="bld">II</span> intr., to [[be lacking]], τὸ προσλεῖπον τῆς φύσεως <span class="bibl">Arist.<span class="title">Pol.</span>1337a2</span>; τὰ προσλείψαντα τοῦ ἔργου <span class="title">IGRom.</span>4.845 (Laodicea ad Lycum, i A.D.).</span> | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 19:29, 11 December 2020
English (LSJ)
A leave on, τῷ μεσογονατίῳ τὸ πρὸς τοὺς βλαστοὺς γόνυ Thphr.HP4.11.6. 2 leave unworked, π. ἢ συνελεῖν IG7.3073.23 (Lebad., ii B.C.). II intr., to be lacking, τὸ προσλεῖπον τῆς φύσεως Arist.Pol.1337a2; τὰ προσλείψαντα τοῦ ἔργου IGRom.4.845 (Laodicea ad Lycum, i A.D.).
German (Pape)
[Seite 772] dazu, daran fehlen, c. gen., Arist. polit. 7, 15, 11 u. Sp.
Greek (Liddell-Scott)
προσλείπω: εἶμαι ἐλλιπής, τὸ προσλεῖπον τῆς φύσεως Ἀριστ. Πολ. 7. 17, 15· τὰ προσλείψαντα τοῦ ἔργου Συλλ. Ἐπιγρ. 3935.
French (Bailly abrégé)
manquer.
Étymologie: πρός, λείπω.
Greek Monolingual
Α
1. (αμτβ.) είμαι ελλιπής, λειψός
2. (μτβ.) α) αφήνω κάτι πάνω σε κάτι άλλο
β) αφήνω κάτι ατελές, ασυμπλήρωτο
3. (η μτχ. αρσ. ενεργ. αορ. ως ουσ.) ὁ προσλείψας
ο υπολειπόμενος
4. (η μτχ. ουδ. ενεργ. ενεστ. ως ουσ.) τὸ προσλεῑπον
η έλλειψη
5. (η μτχ. ουδ. πληθ. ενεργ. αορ. ως ουσ.) τὰ προσλείψαντα
(ενν. τοῦ ἔργου) τα υπολοιπόμενα τμήματα του έργου, τα μέρη που χρειάζεται να συμπληρωθούν ώστε το έργο να ολοκληρωθεί.
Greek Monotonic
προσλείπω: μέλ. -ψω, είμαι ελλιπής, σε Αριστ.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
προσ-λείπω, intrans. ontbreken:. τὸ προσλεῖπον τῆς φύσεως wat ontbreekt aan de natuurlijke eigenschappen Aristot. Pol. 1337a2.
Middle Liddell
fut. ψω
to be lacking, Arist.