σκιρώδης: Difference between revisions

From LSJ

Τὸν εὖ ποιοῦνθ' (εὐποροῦνθ') ἕκαστος ἡδέως ὁρᾷ → Den, der ihm wohltut, freut ein jeder sich zu sehn

Menander, Monostichoi, 501
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+ [\w]+), ([\w]+)<\/b>" to "$1, $2")
m (Text replacement - "Πολυδ." to "Πολυδ.")
Line 11: Line 11:
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''σκῑρώδης''': -ες, ([[εἶδος]];) ὁ τὴν φύσιν [[σκληρός]], ἐσκληρυμμένος, [[τυλώδης]], [[ξηρός]], [[Πολυδ]]. Δ΄, 203, Γαλην.
|lstext='''σκῑρώδης''': -ες, ([[εἶδος]];) ὁ τὴν φύσιν [[σκληρός]], ἐσκληρυμμένος, [[τυλώδης]], [[ξηρός]], Πολυδ. Δ΄, 203, Γαλην.
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-ες / [[σκυρώδης]], -ῶδες, ΝΑ<br /><b>βλ.</b> [[σκιρρώδης]].
|mltxt=-ες / [[σκυρώδης]], -ῶδες, ΝΑ<br /><b>βλ.</b> [[σκιρρώδης]].
}}
}}

Revision as of 20:55, 7 July 2020

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σκῑρώδης Medium diacritics: σκιρώδης Low diacritics: σκιρώδης Capitals: ΣΚΙΡΩΔΗΣ
Transliteration A: skirṓdēs Transliteration B: skirōdēs Transliteration C: skirodis Beta Code: skirw/dhs

English (LSJ)

ες,

   A of a hard nature, callous, Poll.4.203, Gal.6.527.    II 'obstinate', of epilepsy, Id.11.374.

Greek (Liddell-Scott)

σκῑρώδης: -ες, (εἶδος;) ὁ τὴν φύσιν σκληρός, ἐσκληρυμμένος, τυλώδης, ξηρός, Πολυδ. Δ΄, 203, Γαλην.

Greek Monolingual

-ες / σκυρώδης, -ῶδες, ΝΑ
βλ. σκιρρώδης.