ελευθερώνω: Difference between revisions

m
no edit summary
m (Text replacement - "ροῡμαι" to "οῦμαι")
mNo edit summary
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=και [[λευθερώνω]] και [[λευτερώνω]] (ΑΜ ἐλευθερῶ, -όω<br />Μ και ἐλευθερώνω)<br /><b>1.</b> [[απελευθερώνω]] από ξενικό [[ζυγό]], από εχθρική [[κατοχή]] («ελευθέρωσε τα νησιά», «ἴτε παῑδες Ἑλλήνων, ἐλευθεροῡτε [[πατρίδα]]», «ἐλευθερῶσαι τὴν πόλιν»)<br /><b>2.</b> [[απελευθερώνω]] δούλο, [[χαρίζω]] σε δούλο την [[ελευθερία]] του<br /><b>3.</b> [[απολυτρώνω]], [[απαλλάσσω]] κάποιον απ' ό,τι τον καταπιέζει ή τον βασανίζει (από χρέη, [[ασθένεια]], αμαρτίες <b>κ.λπ.</b>)<br /><b>4.</b> [[αποφυλακίζω]]<br /><b>5.</b> [[καθιστώ]] ελεύθερο ένα χώρο, τον [[απαλλάσσω]] από εμπόδια ή τον [[αδειάζω]] («ελευθέρωσα την [[αίθουσα]], τον διάδρομο, την είσοδο κ.λπ.», «τὸν ἔσπλουν ἐλευθερώσας»)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><i>ελευθερώνομαι</i> (για έγκυο) [[γεννώ]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[αθωώνω]]<br /><b>2.</b> <i>ἐλευθεοῦμαι</i><br />δεν έχω πια ηθικούς φραγμούς, παραδίνομαι στην [[ακολασία]].
|mltxt=και [[λευθερώνω]] και [[λευτερώνω]] (ΑΜ ἐλευθερῶ, -όω<br />Μ και ἐλευθερώνω)<br /><b>1.</b> [[απελευθερώνω]] από ξενικό [[ζυγό]], από εχθρική [[κατοχή]] («ελευθέρωσε τα νησιά», «ἴτε παῑδες Ἑλλήνων, ἐλευθεροῡτε [[πατρίδα]]», «ἐλευθερῶσαι τὴν πόλιν»)<br /><b>2.</b> [[απελευθερώνω]] δούλο, [[χαρίζω]] σε δούλο την [[ελευθερία]] του<br /><b>3.</b> [[απολυτρώνω]], [[απαλλάσσω]] κάποιον απ' ό,τι τον καταπιέζει ή τον βασανίζει (από χρέη, [[ασθένεια]], αμαρτίες <b>κ.λπ.</b>)<br /><b>4.</b> [[αποφυλακίζω]]<br /><b>5.</b> [[καθιστώ]] ελεύθερο ένα χώρο, τον [[απαλλάσσω]] από εμπόδια ή τον [[αδειάζω]] («ελευθέρωσα την [[αίθουσα]], τον διάδρομο, την είσοδο κ.λπ.», «τὸν ἔσπλουν ἐλευθερώσας»)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><i>ελευθερώνομαι</i> (για έγκυο) [[γεννώ]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[αθωώνω]]<br /><b>2.</b> <i>ἐλευθεροῦμαι</i><br />δεν έχω πια ηθικούς φραγμούς, παραδίνομαι στην [[ακολασία]].
}}
}}