λυτρώνω: Difference between revisions

m
no edit summary
m (Text replacement - "ροῡμαι" to "οῦμαι")
mNo edit summary
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=(AM λυτρῶ, -όω) [[λύτρα]]<br /><b>1.</b> [[απελευθερώνω]] αιχμάλωτο λαμβάνοντας [[λύτρα]], ως [[αντάλλαγμα]]<br /><b>2.</b> [[απαλλάσσω]] κάποιον από [[κακό]] (α. «ο [[θάνατος]] τον λύτρωσε από τα βάσανα» β. «μηδ' ἐκ τῶν ἰδίων λελυτρῶσθαι πένητες ἄνθρωποι», <b>Δημοσθ.</b>)<br /><b>μσν.</b><br />[[εξαγοράζω]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> ([[κατά]] κακή [[μετάφραση]] εβραϊκής λέξης) [[σπάζω]] τον σβέρκο μου<br /><b>2.</b> <b>παθ.</b> <i>λυτοῦμαι</i>, -<i>όομαι</i><br />απαλλάσσομαι από [[υποχρέωση]].
|mltxt=(AM λυτρῶ, -όω) [[λύτρα]]<br /><b>1.</b> [[απελευθερώνω]] αιχμάλωτο λαμβάνοντας [[λύτρα]], ως [[αντάλλαγμα]]<br /><b>2.</b> [[απαλλάσσω]] κάποιον από [[κακό]] (α. «ο [[θάνατος]] τον λύτρωσε από τα βάσανα» β. «μηδ' ἐκ τῶν ἰδίων λελυτρῶσθαι πένητες ἄνθρωποι», <b>Δημοσθ.</b>)<br /><b>μσν.</b><br />[[εξαγοράζω]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> ([[κατά]] κακή [[μετάφραση]] εβραϊκής λέξης) [[σπάζω]] τον σβέρκο μου<br /><b>2.</b> <b>παθ.</b> <i>λυτροῦμαι</i>, -<i>όομαι</i><br />απαλλάσσομαι από [[υποχρέωση]].
}}
}}