άνηθο: Difference between revisions

From LSJ

Λαβὼν ἀπόδος, ἄνθρωπε, καὶ λήψῃ πάλιν → Capias ut iterum, redde, quod iam ceperis → Du nimmst; gib, Mensch, zurück, damit du wieder nimmst

Menander, Monostichoi, 317
m (Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ")
mNo edit summary
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=το κ. [[άνηθος]], ο (AM [[ἄνηθον]] κ. ἄννηθον κ. [[ἄνητον]] κ. ἄννητον)<br />αρωματικό [[φυτό]] της οικ. των Σκιαδοφόρων.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ</span></b> Αβέβαιης ετυμολ. Πρόκειται πιθ. για [[δάνειο]] της Ελληνικής].
|mltxt=[[άνηθο]], το κ. [[άνηθος]], ο (AM [[ἄνηθον]] κ. [[ἄννηθον]] κ. [[ἄνητον]] κ. [[ἄννητον]])<br />αρωματικό [[φυτό]] της οικ. των Σκιαδοφόρων.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ</span></b> Αβέβαιης ετυμολ. Πρόκειται πιθ. για [[δάνειο]] της Ελληνικής].
}}
}}

Revision as of 11:24, 29 March 2023

Greek Monolingual

άνηθο, το κ. άνηθος, ο (AM ἄνηθον κ. ἄννηθον κ. ἄνητον κ. ἄννητον)
αρωματικό φυτό της οικ. των Σκιαδοφόρων.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ Αβέβαιης ετυμολ. Πρόκειται πιθ. για δάνειο της Ελληνικής].