διαβαστάζω: Difference between revisions

From LSJ

ἠ πρὸς Τιμόθεον α' ἐπιστολή· Τιμοθέῳ ἑταίρῳ Παῦλος διελέξατο ταῦτα → First epistle to Timothy: Paul discussed these things with his colleague Timothy

Source
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(:''') ([\p{Cyrillic}\s]+), ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2, $3 $4")
Line 26: Line 26:
}}
}}
{{elru
{{elru
|elrutext='''διαβαστάζω:''' взвешивать в руке, определять (на вес) (τὸ [[βάρος]] Luc.; sc. τὴν ὁλκὴν τοῦ χρυσίου Plut.).
|elrutext='''διαβαστάζω:''' [[взвешивать в руке]], [[определять]] (на вес) (τὸ [[βάρος]] Luc.; sc. τὴν ὁλκὴν τοῦ χρυσίου Plut.).
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=<br />to [[weigh]] in the [[hand]], [[estimate]], Plut.
|mdlsjtxt=<br />to [[weigh]] in the [[hand]], [[estimate]], Plut.
}}
}}

Revision as of 11:05, 20 August 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: διαβαστάζω Medium diacritics: διαβαστάζω Low diacritics: διαβαστάζω Capitals: ΔΙΑΒΑΣΤΑΖΩ
Transliteration A: diabastázō Transliteration B: diabastazō Transliteration C: diavastazo Beta Code: diabasta/zw

English (LSJ)

A carry over, Aq.Is.51.18, Sm.Ex.15.13:—Pass., Vett. Val.162.28. II weigh in the hand, estimate, Plu.Dem.25, Luc.Ep.Sat.33. 2 contain, Vett. Val.222.1.

Greek (Liddell-Scott)

διαβαστάζω: μέλλ. -άσω, μεταφέρω εἰς τὸ ἀπέναντι μέρος, Ἀκύλ. Παλ. Διαθ. κτλ. ΙΙ. δοκιμάζω τὸ βάρος πράγματός τινος ἐν τῇ χειρί, ἐκτιμῶ τι, Πλούτ. Δημοσθ. 25, Λουκ. Ἐπ. Κρον. 33. ΙΙΙ. ὑποφέρω τι μέχρι τέλους Ἰω. Χρυσ. Ὁμ. IV (Α΄ π. Κορ.) 32 D.

French (Bailly abrégé)

soupeser, peser ; évaluer.
Étymologie: διά, βαστάζω.

Spanish (DGE)

1 sopesar διαβαστάσαντα τὴν ὁλκὴν τοῦ χρυσίου σκέψασθαι Plu.Dem.25, cf. Luc.Sat.33, τὸ ἀνθηρότατον Vett.Val.211.5
alzar, levantar en brazos A.Andr.et Matt.16
llevar, transportar ἡ κινητικὴ τοῦ ἐλέφαντος αἰτία, τηλικοῦτόν γε ὄγκον διαβαστάζουσα S.E.M.9.116, cf. Aq.Is.51.18, Sm.Ex.15.13, en v. pas. τὸ ὕδωρ διαβασταζόμενον ἐκ τῆς γῆς Vett.Val.154.11, cf. Eus.M.23.373A.
2 fig. sostener, sustentar ἐν τῇ ἀλγηδόνι ὄντα τὸν ἀδελφὸν διαβαστάζων Ath.Al.M.28.585C, τὴν τοῦ θεοῦ ἐκκλησίαν Eus.Is.49.23, cf. Chrys.M.51.51, (στύλοι) οἱ τὸν τῆς σοφίας οἶκον διαβαστάζοντες Gr.Nyss.Hom.in Cant.417.19
soportar, aguantar τὰ ἀσθενέστερα (τῶν μελῶν) Basil.M.31.1421B
en v. med. mismo sent. τὸ σῶμα ἀναπαύλαις διαβασταζόμενον παρίεται el cuerpo marcha aguantando a base de momentos de reposo por op. al alma que no puede cansarse, Clem.Al.Paed.2.9, ἂν ... ἐκεῖνα βλαβῇ, καὶ διαβαστάζεται καὶ πρὸς ὑγιείαν ἐπάνεισι si aquéllos (el ojo o la nariz) son dañados, resisten y sanan Chrys.M.61.259, cf. Epiph.Const.Haer.59.4.8.

Greek Monolingual

διαβαστάζω (AM)
1. διαβιβάζω
2. εκτιμώ το βάρος αντικειμένου ζυγίζοντας το με το χέρι
3. υπομένω μέχρι τέλος
4. περιλαμβάνω
5. παθ. υποβαστάζομαι.

Greek Monotonic

διαβαστάζω: ζυγίζω, υπολογίζω με το χέρι, σε Πλούτ.

Russian (Dvoretsky)

διαβαστάζω: взвешивать в руке, определять (на вес) (τὸ βάρος Luc.; sc. τὴν ὁλκὴν τοῦ χρυσίου Plut.).

Middle Liddell


to weigh in the hand, estimate, Plut.