3,270,629
edits
m (Text replacement - " <span class="bld">" to "<span class="bld">") |
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)\[\[\[(\w+)\]\]\]" to "($1)") |
||
Line 14: | Line 14: | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''πελεμίζω''': Ἐπικ. ἀπαρ. -έμεν· Ἐπικ. ἀόρ. πελέμιξα· ― Παθ., Ἡσ. Θεογ. 458·˙Ἐπικ. παρατ. πελεμίζετο· ἀόρ. πελεμίχθην. Ἐπικ. [[ῥῆμα]], ὡς τὸ [[ἐλελίζω]], [[σείω]], κινῶ, [[κάμνω]] τι νὰ σείηται ἢ νὰ τρέμῃ, βαθέην πελεμιζέμεν ὕλην Ἱλ. Π. 766˙ τρὶς μέν μιν πελέμιξεν, παρέσεισεν, Φ. 176, πρβλ. Π 108· οὐρίαχον πελέμιξεν ἔγχεος Ν. 443˙ π. | |lstext='''πελεμίζω''': Ἐπικ. ἀπαρ. -έμεν· Ἐπικ. ἀόρ. πελέμιξα· ― Παθ., Ἡσ. Θεογ. 458·˙Ἐπικ. παρατ. πελεμίζετο· ἀόρ. πελεμίχθην. Ἐπικ. [[ῥῆμα]], ὡς τὸ [[ἐλελίζω]], [[σείω]], κινῶ, [[κάμνω]] τι νὰ σείηται ἢ νὰ τρέμῃ, βαθέην πελεμιζέμεν ὕλην Ἱλ. Π. 766˙ τρὶς μέν μιν πελέμιξεν, παρέσεισεν, Φ. 176, πρβλ. Π 108· οὐρίαχον πελέμιξεν ἔγχεος Ν. 443˙ π. ([[τόξον]]), [[ἀγωνίζομαι]] [[ὅπως]] κάμψω τὸ [[τόξον]], Ὀδ. Φ. 125. ― Παθ., σείομαι, [[τρέμω]], ὑπὸ ποσσὶ [[μέγας]] πελεμίζετ’ [[Ὄλυμπος]] Ἰλ. Θ. 442, Ἡσ. Θ. 842˙ ὑπὸ βροντῆς πελεμίζεται εὐρεῖα χθὼν [[αὐτόθι]] 458˙ ἐπὶ δ’ [[οὐρίαχος]] πελεμίχθη ἔγχεος, «ἐκινήθη, ἐσείσθη» (Σχόλ.) Ἰλ. Ρ. 528. 2) κινῶ τινα ἐκ τῆς θέσεως [[αὐτοῦ]], οὐδ’ ἐδύναντο ἀμφ’ αὐτῷ πελεμίχθη Δ. 535, Ε. 626˙ οὕτω, πελεμιζόμενος ὑπὸ λόγχᾳ Πινδ. Ν. 8. 51. (Ἐκ τοῦ [[πάλλω]], [[παλάμη]], συγγενὲς τῷ [[πόλεμος]])˙ ― Καθ’ Ἡσύχ.: «πελεμίζειν˙ σείειν, κραδαίνειν». | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly |