προστρόπαιος: Difference between revisions

m
Text replacement - "μετὰ" to "μετὰ"
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
m (Text replacement - "μετὰ" to "μετὰ")
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''προστρόπαιος''': Δωρ. [[ποτιτρόπαιος]], ον, ([[προτροπή]])· Ι. ἐνεργ., ὁ στρέφων ἑαυτὸν [[πρός]]…, [[ὅθεν]] 1) λαμβάνεται ἐπ’ ἐκείνου [[ὅστις]] μιανθεὶς ἐκ φόνου ἢ ἄλλου τινὸς ἐγκλήματος ἢ πράξας τι ἀσεβὲς (ἔτι καὶ ἐν ἀγνοίᾳ) στρέφεται ἢ τρέπεται [[πρός]] τινα θεὸν ἢ ἄνθρωπον [[ὅπως]] τύχῃ ἁγνισμοῦ, [[ἱκέτης]] ἐπιζητῶν ἁγνισμόν, ἐξάγνισιν (εἰδικώτερόν τι δηλ. τοῦ [[ἱκέτης]]), τὸν πρ., τὸν ἱκέτην Σοφ. Φιλ. 930, πρβλ. Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 362, Σοφ. Αἴ. 1173, Φιλ. 930, Εὐρ. [[Ἡρακλ]]. 1015, κτλ.· καὶ ὡς ἐπίθετον, πρ. λιταὶ Σοφ. Ο. Κ. 1309· [[μετὰ]] γενικ., πρ. ἑστίας Αἰσχύλ. Ἀγ. 1587. 2) ἐπὶ τοῦ [[μήπω]] ἐξαγνισθέντος [[μετὰ]] τὴν ἐκτέλεσιν τοιούτων ἐγκλημάτων, [[ἄνθρωπος]] μεμιασμένος, Λατιν. homo piacularis, ἀλλαχοῦ, [[ἐναγής]], Αἰσχύλ. Εὐμεν. 41, 176, 234, 237, 445, Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 1259· πρ. τῆς πόλεως, ἐπιφέρων [[μίασμα]] εἰς τὴν πόλιν, Εὔπολις ἐν «Δήμοις» 20. 3) ἐπὶ τοῦ μιάσματος ἢ ἄγους εἰς ὃ ἐνέχεταί τις, πρ. [[αἷμα]], ἐνοχὴ ἐπὶ φόνῳ, Εὐρ. Ἴων 1260, Ἡρ. Μαιν. 1161· τὸ πρ., [[ἐνοχή]], Ἀλκίφρων 125. 2, Δίων Κ. 42. 3. - Περὶ τῆς φύσεως τοῦ τοιούτου μιάσματος, περὶ τῆς καταστάσεως τοῦ ἱκέτου, κτλ., ἴδε Müller εἰς Αἰσχύλ. Εὐμ. § 51 κἑξ. ΙΙ. Παθ., ᾧ ἄν τις προστρέποιτο δεόμενος (παρ’ Εὐστ. 1807. 11). ὁ θεὸς πρὸς ὃν ὁ παθὼν τρέπεται ζητῶν ἐκδίκησιν, δηλ. [[ἐκδικητής]], ὡς τὸ [[ἀλάστωρ]], ὁ πρ. τοῦ θανόντος Ἀντιφῶν 125. 32., 126. 39, Αἰσχίν. 49. 22, Πολύβ. 24. 8, 2, Παυσ. 2. 18, 2· - [[ἐντεῦθεν]] καὶ ἐπὶ τῶν ψυχῶν τῶν φονευθέντων, ὁ ἐκδικούμενος, [[ἀδυσώπητος]], Ἀντιφῶν 119. 6, πρβλ. Αἰσχύλ. Χο. 288. - Περὶ τῆς αὐτῆς διπλῆς (ἐνεργ. καὶ παθ.) σημασίας πρβλ. [[ἀφίκτωρ]], [[προσίκτωρ]].
|lstext='''προστρόπαιος''': Δωρ. [[ποτιτρόπαιος]], ον, ([[προτροπή]])· Ι. ἐνεργ., ὁ στρέφων ἑαυτὸν [[πρός]]…, [[ὅθεν]] 1) λαμβάνεται ἐπ’ ἐκείνου [[ὅστις]] μιανθεὶς ἐκ φόνου ἢ ἄλλου τινὸς ἐγκλήματος ἢ πράξας τι ἀσεβὲς (ἔτι καὶ ἐν ἀγνοίᾳ) στρέφεται ἢ τρέπεται [[πρός]] τινα θεὸν ἢ ἄνθρωπον [[ὅπως]] τύχῃ ἁγνισμοῦ, [[ἱκέτης]] ἐπιζητῶν ἁγνισμόν, ἐξάγνισιν (εἰδικώτερόν τι δηλ. τοῦ [[ἱκέτης]]), τὸν πρ., τὸν ἱκέτην Σοφ. Φιλ. 930, πρβλ. Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 362, Σοφ. Αἴ. 1173, Φιλ. 930, Εὐρ. [[Ἡρακλ]]. 1015, κτλ.· καὶ ὡς ἐπίθετον, πρ. λιταὶ Σοφ. Ο. Κ. 1309· μετὰ γενικ., πρ. ἑστίας Αἰσχύλ. Ἀγ. 1587. 2) ἐπὶ τοῦ [[μήπω]] ἐξαγνισθέντος μετὰ τὴν ἐκτέλεσιν τοιούτων ἐγκλημάτων, [[ἄνθρωπος]] μεμιασμένος, Λατιν. homo piacularis, ἀλλαχοῦ, [[ἐναγής]], Αἰσχύλ. Εὐμεν. 41, 176, 234, 237, 445, Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 1259· πρ. τῆς πόλεως, ἐπιφέρων [[μίασμα]] εἰς τὴν πόλιν, Εὔπολις ἐν «Δήμοις» 20. 3) ἐπὶ τοῦ μιάσματος ἢ ἄγους εἰς ὃ ἐνέχεταί τις, πρ. [[αἷμα]], ἐνοχὴ ἐπὶ φόνῳ, Εὐρ. Ἴων 1260, Ἡρ. Μαιν. 1161· τὸ πρ., [[ἐνοχή]], Ἀλκίφρων 125. 2, Δίων Κ. 42. 3. - Περὶ τῆς φύσεως τοῦ τοιούτου μιάσματος, περὶ τῆς καταστάσεως τοῦ ἱκέτου, κτλ., ἴδε Müller εἰς Αἰσχύλ. Εὐμ. § 51 κἑξ. ΙΙ. Παθ., ᾧ ἄν τις προστρέποιτο δεόμενος (παρ’ Εὐστ. 1807. 11). ὁ θεὸς πρὸς ὃν ὁ παθὼν τρέπεται ζητῶν ἐκδίκησιν, δηλ. [[ἐκδικητής]], ὡς τὸ [[ἀλάστωρ]], ὁ πρ. τοῦ θανόντος Ἀντιφῶν 125. 32., 126. 39, Αἰσχίν. 49. 22, Πολύβ. 24. 8, 2, Παυσ. 2. 18, 2· - [[ἐντεῦθεν]] καὶ ἐπὶ τῶν ψυχῶν τῶν φονευθέντων, ὁ ἐκδικούμενος, [[ἀδυσώπητος]], Ἀντιφῶν 119. 6, πρβλ. Αἰσχύλ. Χο. 288. - Περὶ τῆς αὐτῆς διπλῆς (ἐνεργ. καὶ παθ.) σημασίας πρβλ. [[ἀφίκτωρ]], [[προσίκτωρ]].
}}
}}
{{bailly
{{bailly