3,273,006
edits
m (Text replacement - " <span class="bld">" to "<span class="bld">") |
m (Text replacement - "ῶ</i>, -<i>ώνω]]" to "ῶ]], -ώνω") |
||
Line 17: | Line 17: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=το, ΝΑ, και [[τελείωμα]] Ν, και [[θεσσαλικός]] τ. τελείουμα, Α [[τελειῶ | |mltxt=το, ΝΑ, και [[τελείωμα]] Ν, και [[θεσσαλικός]] τ. τελείουμα, Α [[τελειῶ]], -ώνω<br />[[συμπλήρωση]], [[ολοκλήρωση]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[πέρας]], [[τέλος]], [[σημείο]] τόπου ή χρόνου στο οποίο τελειώνει [[κάτι]] (α. «στο τέλειωμα του δρόμου» β. «το [[τελείωμα]] του φουστανιού»)<br /><b>2.</b> [[εξάντληση]] («το [[λάδι]] έφτασε στο τέλειωμά του»)<br /><b>3.</b> <b>στον πληθ.</b> <i>τα τελειώματα</i><br />οι τελευταίες διαπραγματεύσεις ή οι τελευταίες ενέργειες<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />[[τελειοποίηση]], [[τελειότητα]] («[[τελείωμα]] τῆς ψυχῆς», Ευνάπ.)<br /><b>αρχ.</b><br />[[αφιέρωση]] με την [[ευκαιρία]] της τελείωσης, της ενηλικίωσης. | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''τελείωμα:''' ατος τό окончание, завершение (τῆς οἰκίας Arst.). | |elrutext='''τελείωμα:''' ατος τό окончание, завершение (τῆς οἰκίας Arst.). | ||
}} | }} |