3,270,341
edits
m (Text replacement - " <span class="bld">" to "<span class="bld">") |
m (Text replacement - "μετὰ" to "μετὰ") |
||
Line 11: | Line 11: | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἐκπειράομαι''': μέλλ. -άσομαι ᾱ: ἀόρ. ἐξεπειράθην ᾱ: - πειρῶμαι, [[δοκιμάζω]] τι, [[πειράζω]], | |lstext='''ἐκπειράομαι''': μέλλ. -άσομαι ᾱ: ἀόρ. ἐξεπειράθην ᾱ: - πειρῶμαι, [[δοκιμάζω]] τι, [[πειράζω]], μετὰ γεν. προσ., Ἡρόδ. 3. 135· μετ’ ἀπαρ., ἢ ’κπειρᾷ λέγειν; ἢ θέλεις νά με κάμῃς νὰ εἴπω καὶ ἄλλα; Σοφ. Ο. Τ. 360· ἴδε σημ. Jebb, [[ὅστις]] ἔχει: ἢ ’κπειρᾷ λέγων; - ἀκολουθούμενον ὑπὸ ἀναφορικοῦ, κἀξεπειράθην... [[οἷον]] στέρεσθαι γίγνεται Εὐρ. Ἱκ. 1089· ἐκπ. εἰ... Πλάτ. Ἐπιστ. 362Ε. 2) ἐρωτῶ, ἐρευνῶ [[περί]] τινος, τί τινος Ἀριστοφ. Ἱππ. 1234. | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly |