3,277,700
edits
m (Text replacement - " <span class="bld">" to "<span class="bld">") |
m (Text replacement - "μετὰ" to "μετὰ") |
||
Line 14: | Line 14: | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἐπιπέτομαι''': μέλλ. -πτήσομαι, Ἡρόδ. 7. 15, Λουκ.: ἀόρ. ἐπεπτάμην ἢ -όμην (ἴδε [[πέτομαι]])· μεταγεν. [[ὡσαύτως]] ἐν τῷ ἐνεργ. τύπῳ ἐπέπτην, μετοχ. ἐπιπτάς, Ἀνθ. Π. 11, 407, Ἀλκίφρων 3. 59: Ἀποθ. Πέτομαι ἐπὶ ἢ [[πρός]] τινα, [[ἆλτο]] δ’ ὀϊστὸς [[ὀξυβελής]], καθ’ ὅμιλον ἐπιπτέσθαι μενεαίνων Ἰλ. Δ. 126· ὥς ἄρα οἱ εἰπόντι [[ἐπέπτατο]] δεξιὸς [[ὄρνις]] Ν. 821, Ὀδ. Ο. 160, πρβλ. Ἡρόδ. 7. 15, Ἀριστοφ. Ὄρν. 48, Ξεν. Κύρ. 2. 4, 19. 2) μετ’ αἰτ., [[πέτομαι]] [[ὑπεράνω]], ὃς ἄβροχα πεδία καρποφόρα τε γᾶς ἐπιπετόμενος ἰακχεῖ Εὐρ. Ἑλ. 1486· γῆν καὶ θάλασσαν Ἀριστοφ. Ὄρν. 118, πρβλ. 1471 ([[ὡσαύτως]], ἐπ. ἀρούραις Αἰλ. π. Ζ. 17. 16)· μεταφ, καινὰ καὶ θαυμαστὰ ἐπιπ., πετῶ [[πρός]] τι, [[τρέχω]] | |lstext='''ἐπιπέτομαι''': μέλλ. -πτήσομαι, Ἡρόδ. 7. 15, Λουκ.: ἀόρ. ἐπεπτάμην ἢ -όμην (ἴδε [[πέτομαι]])· μεταγεν. [[ὡσαύτως]] ἐν τῷ ἐνεργ. τύπῳ ἐπέπτην, μετοχ. ἐπιπτάς, Ἀνθ. Π. 11, 407, Ἀλκίφρων 3. 59: Ἀποθ. Πέτομαι ἐπὶ ἢ [[πρός]] τινα, [[ἆλτο]] δ’ ὀϊστὸς [[ὀξυβελής]], καθ’ ὅμιλον ἐπιπτέσθαι μενεαίνων Ἰλ. Δ. 126· ὥς ἄρα οἱ εἰπόντι [[ἐπέπτατο]] δεξιὸς [[ὄρνις]] Ν. 821, Ὀδ. Ο. 160, πρβλ. Ἡρόδ. 7. 15, Ἀριστοφ. Ὄρν. 48, Ξεν. Κύρ. 2. 4, 19. 2) μετ’ αἰτ., [[πέτομαι]] [[ὑπεράνω]], ὃς ἄβροχα πεδία καρποφόρα τε γᾶς ἐπιπετόμενος ἰακχεῖ Εὐρ. Ἑλ. 1486· γῆν καὶ θάλασσαν Ἀριστοφ. Ὄρν. 118, πρβλ. 1471 ([[ὡσαύτως]], ἐπ. ἀρούραις Αἰλ. π. Ζ. 17. 16)· μεταφ, καινὰ καὶ θαυμαστὰ ἐπιπ., πετῶ [[πρός]] τι, [[τρέχω]] μετὰ σπουδῆς κατόπιν τινός..., [[αὐτόθι]] 1471· ἐπὶ πάντα τὰ λεγόμενα [[ὥσπερ]] ἐπιπτόμενοι Πλάτ. Πολ. 365Α. 3) μετὰ γεν., [[πέτομαι]] κατά τινος, διὰ τὸ τὸν ἄρρενα... ἐπιπετόμενον συντρίβειν (τὰ ᾠά), περὶ τοῦ ταώ, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 6. 9. - Πρβλ. [[ἐφίπταμαι]], [[ἐπιποτάομαι]]. | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly |