ὡραΐζω: Difference between revisions

m
Text replacement - "αῑο" to "αῖο"
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
m (Text replacement - "αῑο" to "αῖο")
Line 17: Line 17:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ὡραΐζω]], ΝΜΑ, και συνηρ. τ. ᾡράζω Α [[ὡραῑος]]<br />[[κάνω]] [[κάτι]] [[ωραίο]], [[καλλωπίζω]], [[εξωραΐζω]]<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[τιμώ]]<br /><b>2.</b> <b>παθ.</b> <i>ὡραΐζομαι</i><br />α) (κυριολ. και μτφ.) στολίζομαι με [[τέχνη]] (α. «γυνὴ ὡραϊσμένη ἐπικτήτοις σοφίσμασι», <b>Λουκιαν.</b><br />β. «ἐγκρατείᾳ ὡραϊζόμενος», Μηναί.)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> <b>μέσ.</b> (για ρήτορα) [[κάνω]] [[επίδειξη]] της ρητορικής μου<br /><b>2.</b> <b>παθ.</b> α) βρίσκομαι στην [[ακμή]] της νεανικής μου ομορφιάς («ὡραϊζομένη ἐν ζῶντι κάλλει», Αρισταίν.)<br />β) [[καυχώμαι]], [[υπερηφανεύομαι]].
|mltxt=[[ὡραΐζω]], ΝΜΑ, και συνηρ. τ. ᾡράζω Α [[ὡραῖος]]<br />[[κάνω]] [[κάτι]] [[ωραίο]], [[καλλωπίζω]], [[εξωραΐζω]]<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[τιμώ]]<br /><b>2.</b> <b>παθ.</b> <i>ὡραΐζομαι</i><br />α) (κυριολ. και μτφ.) στολίζομαι με [[τέχνη]] (α. «γυνὴ ὡραϊσμένη ἐπικτήτοις σοφίσμασι», <b>Λουκιαν.</b><br />β. «ἐγκρατείᾳ ὡραϊζόμενος», Μηναί.)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> <b>μέσ.</b> (για ρήτορα) [[κάνω]] [[επίδειξη]] της ρητορικής μου<br /><b>2.</b> <b>παθ.</b> α) βρίσκομαι στην [[ακμή]] της νεανικής μου ομορφιάς («ὡραϊζομένη ἐν ζῶντι κάλλει», Αρισταίν.)<br />β) [[καυχώμαι]], [[υπερηφανεύομαι]].
}}
}}