σπίνος: Difference between revisions

No change in size ,  25 March 2021
m
Text replacement - " τοῑς " to " τοῖς "
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b class="b3">(\w+), (\w+), (\w+)<\/b>" to "$1, $2, $3")
m (Text replacement - " τοῑς " to " τοῖς ")
Line 20: Line 20:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=ο, ΝΜΑ, και σπίννος Α<br />[[κοινή]] [[σήμερα]] [[ονομασία]] στρουθιόμορφων ωδικών πτηνών που, σύμφωνα με τη σύγχρονη επιστημονική [[ταξινόμηση]], ανήκουν στο [[γένος]] fringilla της οικογένειας φρινγκιλλίδες, από τα οποία απαντούν στην [[Ελλάδα]] το [[είδος]] Fringilla coelebs, κν. [[σπίνος]], και το [[είδος]] Fringilla montifringilla, κν. χειμωνόσπινος<br /><b>αρχ.</b><br />[[ονομασία]] λίθου για τον οποίο πίστευαν ότι ανάβει όταν έλθει σε [[επαφή]] με το [[νερό]] («ὃν δὲ καλοῡσι σπίνον, ὃς ἦν ἐν τοῑς μετάλλοις... ἐν τῷ ἡλίῳ τιθέμενος καίεται, καὶ μᾱλλον ἐὰν ἐπιψεκάσῃ... τις», <b>Αριστοτ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. [[σπίνος]] ανάγεται στην [[ίδια]] [[οικογένεια]] με το ρ. [[σπίζω]] (ΙΙ) «[[φωνάζω]] σαν [[σπίζα]], [[βγάζω]] τον ήχο σπι-σπι» και το προσηγορικό [[σπίζα]] «[[γένος]] ωδικών πτηνών» (πιθ. <span style="color: red;"><</span> ΙΕ [[ρίζα]] [[s]]<i>pingo</i>- «[[σπίνος]]», <b>βλ. λ.</b> [[σπίζω]] [ΙΙ]). Ο [[σχηματισμός]] του τ. [[σπίνος]], [[ωστόσο]], έχει επηρεαστεί πιθανότατα από το επίθ. [[σπινός]] «[[ισχνός]]» (<b>πρβλ.</b> σουηδ. <i>spink</i>, [[ονομασία]] πουλιού, και <i>spink</i>[[e]] «[[αδύνατος]], [[ισχνός]] [[άνθρωπος]]»)].
|mltxt=ο, ΝΜΑ, και σπίννος Α<br />[[κοινή]] [[σήμερα]] [[ονομασία]] στρουθιόμορφων ωδικών πτηνών που, σύμφωνα με τη σύγχρονη επιστημονική [[ταξινόμηση]], ανήκουν στο [[γένος]] fringilla της οικογένειας φρινγκιλλίδες, από τα οποία απαντούν στην [[Ελλάδα]] το [[είδος]] Fringilla coelebs, κν. [[σπίνος]], και το [[είδος]] Fringilla montifringilla, κν. χειμωνόσπινος<br /><b>αρχ.</b><br />[[ονομασία]] λίθου για τον οποίο πίστευαν ότι ανάβει όταν έλθει σε [[επαφή]] με το [[νερό]] («ὃν δὲ καλοῡσι σπίνον, ὃς ἦν ἐν τοῖς μετάλλοις... ἐν τῷ ἡλίῳ τιθέμενος καίεται, καὶ μᾱλλον ἐὰν ἐπιψεκάσῃ... τις», <b>Αριστοτ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. [[σπίνος]] ανάγεται στην [[ίδια]] [[οικογένεια]] με το ρ. [[σπίζω]] (ΙΙ) «[[φωνάζω]] σαν [[σπίζα]], [[βγάζω]] τον ήχο σπι-σπι» και το προσηγορικό [[σπίζα]] «[[γένος]] ωδικών πτηνών» (πιθ. <span style="color: red;"><</span> ΙΕ [[ρίζα]] [[s]]<i>pingo</i>- «[[σπίνος]]», <b>βλ. λ.</b> [[σπίζω]] [ΙΙ]). Ο [[σχηματισμός]] του τ. [[σπίνος]], [[ωστόσο]], έχει επηρεαστεί πιθανότατα από το επίθ. [[σπινός]] «[[ισχνός]]» (<b>πρβλ.</b> σουηδ. <i>spink</i>, [[ονομασία]] πουλιού, και <i>spink</i>[[e]] «[[αδύνατος]], [[ισχνός]] [[άνθρωπος]]»)].
}}
}}
{{lsm
{{lsm