3,273,162
edits
m (Text replacement - "<b class="b2"> ([\wÄäÖöÜüẞß]+)<\/b>" to " $1") |
m (Text replacement - "μετὰ" to "μετὰ") |
||
Line 14: | Line 14: | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''τῐτύσκομαι''': Ἐπικ. [[ῥῆμα]] ἐν χρήσει μόνον κατ’ ἐνεστ. καὶ παρατ., συνδυάζον τὰς σημασίας τῶν συγγενῶν ῥημάτων [[τεύχω]], [[τυγχάνω]]· (ἴδε ἐν λ. [[τίκτω]])· - [[ὅθεν]], 1) ὡς τὸ [[τεύχω]], [[κάμνω]], [[παρασκευάζω]], [[ἑτοιμάζω]], τιτύσκετο πῦρ, ἀνῆπτεν, Ἰλ. Φ. 342· ὑπ’ [[ὄχεσφι]] τιτύσκετο ἵππω, ὑπεζεύγνυε τοὺς ἵππους εἰς τὰ ἅρματα, Θ. 41., Ν. 23· - παρὰ τοῖς Ἀλεξανδρίνοις ποιηταῖς εὑρίσκομεν ἐνεργ. τύπον τιτύσκω, Ἀντιμ. Ἀποσπ. 26, Ἄρατ. 418, Λυκόφρ. 1403, Μάξιμ. π. καταρχ. 279, Ὀππ. Ἁλ. 2. 99. ΙΙ. συνηθέστερον ὡς τὸ [[τυγχάνω]], [[ἐπιτυγχάνω]], σημαδεύω καὶ κτυπῶ, κλπ., τινὸς (ἐπὶ προσώπου), τινὶ (διά τινος πράγματος), [[Μηριόνης]] δ’ αὐτοῖο τιτύσκετο δουρὶ Ἰλ. Ν. 159· ἐγχείῃ δ’ αὐτοῖο τιτύσκετο Φ. 582, πρβλ. Γ. 80., Λ. 350, κλπ.· - ἀπολ., βάλλε τιτυσκόμενος Ὀδ. Χ. 118· τιτύσκεσθαι καθ’ ὅμιλον Ἰλ. Ν. 498, 560· [[ἄντα]] τιτυσκόμενος, καταστοχαζόμενος, σκοπεύων ἀκριβῶς κατέναντι, βάλλων πρὸς [[σημεῖον]] ἀκριβῶς [[ἀπέναντι]], Ὀδ. Φ. 421., Χ. 266· [[οὕτως]] ἐπὶ τοῦ προσπαθοῦντος νὰ βάλῃ τὴν κλεῖδα εἰς τὸ [[κλεῖθρον]], [[ἄντα]] τιτυσκομένη Φ. 48· - [[ὡσαύτως]], χερσὶ τιτυσκόμενος, ἐπὶ πύκτου, Θεόκρ. 22. 88· - | |lstext='''τῐτύσκομαι''': Ἐπικ. [[ῥῆμα]] ἐν χρήσει μόνον κατ’ ἐνεστ. καὶ παρατ., συνδυάζον τὰς σημασίας τῶν συγγενῶν ῥημάτων [[τεύχω]], [[τυγχάνω]]· (ἴδε ἐν λ. [[τίκτω]])· - [[ὅθεν]], 1) ὡς τὸ [[τεύχω]], [[κάμνω]], [[παρασκευάζω]], [[ἑτοιμάζω]], τιτύσκετο πῦρ, ἀνῆπτεν, Ἰλ. Φ. 342· ὑπ’ [[ὄχεσφι]] τιτύσκετο ἵππω, ὑπεζεύγνυε τοὺς ἵππους εἰς τὰ ἅρματα, Θ. 41., Ν. 23· - παρὰ τοῖς Ἀλεξανδρίνοις ποιηταῖς εὑρίσκομεν ἐνεργ. τύπον τιτύσκω, Ἀντιμ. Ἀποσπ. 26, Ἄρατ. 418, Λυκόφρ. 1403, Μάξιμ. π. καταρχ. 279, Ὀππ. Ἁλ. 2. 99. ΙΙ. συνηθέστερον ὡς τὸ [[τυγχάνω]], [[ἐπιτυγχάνω]], σημαδεύω καὶ κτυπῶ, κλπ., τινὸς (ἐπὶ προσώπου), τινὶ (διά τινος πράγματος), [[Μηριόνης]] δ’ αὐτοῖο τιτύσκετο δουρὶ Ἰλ. Ν. 159· ἐγχείῃ δ’ αὐτοῖο τιτύσκετο Φ. 582, πρβλ. Γ. 80., Λ. 350, κλπ.· - ἀπολ., βάλλε τιτυσκόμενος Ὀδ. Χ. 118· τιτύσκεσθαι καθ’ ὅμιλον Ἰλ. Ν. 498, 560· [[ἄντα]] τιτυσκόμενος, καταστοχαζόμενος, σκοπεύων ἀκριβῶς κατέναντι, βάλλων πρὸς [[σημεῖον]] ἀκριβῶς [[ἀπέναντι]], Ὀδ. Φ. 421., Χ. 266· [[οὕτως]] ἐπὶ τοῦ προσπαθοῦντος νὰ βάλῃ τὴν κλεῖδα εἰς τὸ [[κλεῖθρον]], [[ἄντα]] τιτυσκομένη Φ. 48· - [[ὡσαύτως]], χερσὶ τιτυσκόμενος, ἐπὶ πύκτου, Θεόκρ. 22. 88· - μετὰ συστοίχ. αἰτ., [[φώριον]] [[βλέμμα]] τιτύκεσθαί τινος, ῥίπτειν λαθραῖον [[βλέμμα]] [[πρός]] τινα, Ἀνθ. Π. 5. 221. 2) μεταφορ., φρεσὶ [[τιτύσκομαι]], «[[σκοπεύω]]» τι κατὰ νοῦν, διανοοῦμαι, [[σχεδιάζω]], μετ’ ἀπαρ., Ἰλ. Ν. 558· [[οὕτως]] ἐπὶ τῶν πλοίων τῶν Φαιάκων, [[ὄφρα]] σε τῇ πέμπωσι τιτυσκόμεναι φρεσὶ [[νῆες]] Ὀδ. Θ. 556. | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly |