ἀκαπήλευτος: Difference between revisions

m
Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2"
m (LSJ1 replacement)
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")
Tags: Mobile edit Mobile web edit
Line 9: Line 9:
|Beta Code=a)kaph/leutos
|Beta Code=a)kaph/leutos
|Definition=ον, = [[ἀκάπηλος]] ([[free from tricks of trade]]), Suid.
|Definition=ον, = [[ἀκάπηλος]] ([[free from tricks of trade]]), Suid.
}}
{{DGE
|dgtxt=-ον<br /><b class="num">1</b> [[sin engaño]], [[sin fraude]] Cyr.Al.M.70.53A, Sud.<br /><b class="num">•</b>de pers. [[sincero]] Synes.<i>Ep</i>.49.<br /><b class="num">2</b> adv. -ως [[desinteresadamente]] Basil.M.31.985A.
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀκᾰπήλευτος''': -ον, [[ἀμέτοχος]] καπηλικῶν [[δόλων]], [[εἰλικρινής]], Συνέσ. 187D.
|lstext='''ἀκᾰπήλευτος''': -ον, [[ἀμέτοχος]] καπηλικῶν [[δόλων]], [[εἰλικρινής]], Συνέσ. 187D.
}}
{{DGE
|dgtxt=-ον<br /><b class="num">1</b> [[sin engaño]], [[sin fraude]] Cyr.Al.M.70.53A, Sud.<br /><b class="num">•</b>de pers. [[sincero]] Synes.<i>Ep</i>.49.<br /><b class="num">2</b> adv. -ως [[desinteresadamente]] Basil.M.31.985A.
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-η, -ο (Α [[ἀκαπήλευτος]], -ον) [[καπηλεύω]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />αυτός που δεν έχει γίνει [[αντικείμενο]] εκμετάλλευσης, που δεν τον έχουν καπηλευθεί ανέντιμα<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br /><b>1.</b> απαλλαγμένος από [[αισχροκέρδεια]]<br /><b>2.</b> αυτός που δεν καπηλεύεται [[κάτι]], [[ειλικρινής]], [[άδολος]] «ἀκαπήλευτον [[ἦθος]]» (Συνέσιος), «ἀκαπήλευτον, ἄδολον... ἀρᾳδιούργητον» (Φώτιος)<br /><i>ἀκαπηλεύτως</i> <b>επίρρ.</b> αφιλοκερδώς (Μ. Βασίλειος).
|mltxt=-η, -ο (Α [[ἀκαπήλευτος]], -ον) [[καπηλεύω]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />αυτός που δεν έχει γίνει [[αντικείμενο]] εκμετάλλευσης, που δεν τον έχουν καπηλευθεί ανέντιμα<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br /><b>1.</b> απαλλαγμένος από [[αισχροκέρδεια]]<br /><b>2.</b> αυτός που δεν καπηλεύεται [[κάτι]], [[ειλικρινής]], [[άδολος]] «ἀκαπήλευτον [[ἦθος]]» (Συνέσιος), «ἀκαπήλευτον, ἄδολον... ἀρᾳδιούργητον» (Φώτιος)<br /><i>ἀκαπηλεύτως</i> <b>επίρρ.</b> αφιλοκερδώς (Μ. Βασίλειος).
}}
}}