ἀταλαίπωρος: Difference between revisions

m
Text replacement - " τοῑς " to " τοῖς "
m (Text replacement - " s.v. " to " s.v. ")
m (Text replacement - " τοῑς " to " τοῖς ")
Line 23: Line 23:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἀταλαίπωρος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που γίνεται [[χωρίς]] να καταβληθεί [[πολύς]] [[κόπος]] («[[οὕτως]] [[ἀταλαίπωρος]] τοῑς πολλοῑς ἡ [[ζήτησις]] τῆς ἀληθείας», <b>Θουκ.</b>)<br /><b>2.</b> ο [[ανίκανος]] να υποφέρει ταλαιπωρίες και κόπους.
|mltxt=[[ἀταλαίπωρος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που γίνεται [[χωρίς]] να καταβληθεί [[πολύς]] [[κόπος]] («[[οὕτως]] [[ἀταλαίπωρος]] τοῖς πολλοῑς ἡ [[ζήτησις]] τῆς ἀληθείας», <b>Θουκ.</b>)<br /><b>2.</b> ο [[ανίκανος]] να υποφέρει ταλαιπωρίες και κόπους.
}}
}}
{{lsm
{{lsm