3,277,002
edits
mNo edit summary |
m (Text replacement - "μετὰ" to "μετὰ") |
||
Line 14: | Line 14: | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''τονθορύζω''': ἢ -ίζω, [[γογγύζω]], [[ψιθυρίζω]], [[κρύφα]] καὶ κατ’ ἐμαυτὸν | |lstext='''τονθορύζω''': ἢ -ίζω, [[γογγύζω]], [[ψιθυρίζω]], [[κρύφα]] καὶ κατ’ ἐμαυτὸν μετὰ γογγυσμοῦ τι [[λέγω]], κοινῶς «μουρμουρίζω», Ἀριστοφ. Ἀχ. 683, Βάτρ. 747, Σφ. 614, Λουκ. Θεῶν Ἐκκλησία 1, Ἀρισταίν. 2. 6· - ἐν πᾶσι τούτοις τοῖς χωρίοις τὰ δοκιμώματα τῶν Ἀντιγράφων ἔχουσι τὸν τύπον εἰς -ύζω, πρβλ. Λοβέκ. εἰς Φρύνιχ. 358· ἀμφότεροι οἱ τύποι μνημονεύονται παρ’ Ἡσυχ.· ἕτεροι τῶν γραμμ. ἀμφισβητοῦσι περὶ τοῦ [[πότερος]] τῶν τύπων ὁ [[ὀρθός]]. - Σπανιώτεροι τύποι ἰσοδύναμοι [[εἶναι]]: τονθορυγέω ἢ -λυγέω, τονθορυγοῦντες (νῦν πομφολυγοῦντες) Φερεκράτης ἐν «Μεταλλεῦσιν» 1. 4· τονθρύζω ἢ τονθρίζω, Ὀππ. Κυν. 2. 541., 3. 169, πρβλ. τονθρύς, ύος, ἡ, [[φωνή]], [[ψιθυρισμός]], Ἡσύχ.· τονθρυσμός, οῦ, ὁ, Φρυνιχ. ἔνθ’ ἀνωτ. (Πιθαν. ὀνοματοπ.). | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly |