συγκατοικίζω: Difference between revisions

m
Text replacement - "τοῑς" to "τοῖς"
m (Text replacement - " τοῑς " to " τοῖς ")
m (Text replacement - "τοῑς" to "τοῖς")
Line 20: Line 20:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=αττ. τ. ξυγκατοικίζω Α [[κατοικίζω]]<br /><b>1.</b> [[φέρνω]] κατοίκους σε έρημη [[χώρα]] και [[ιδρύω]] [[αποικία]]<br /><b>2.</b> [[βοηθώ]] κάποιον να κατοικήσει σε έναν [[τόπο]] («ἐκ Μεγάρων τῆς μητροπόλεως οὔσης αὐτοῑς ἐπελθὼν ξυγκατῴκισεν», <b>Θουκ.</b>)<br /><b>3.</b> (κυριολ. και μτφ.) [[βάζω]] να κατοικήσουν [[μαζί]] (α. «Ρηγῑνοι ὄντες Χαλκιδῃς [[Χαλκιδέας]] ὄντάς Λεοντίνους ἐθέλουσι ξυγκατοικίζειν», <b>Θουκ.</b><br />β. «συγκατῴκισε δὲ ὁ θεὸς τοῖς λογισμοῑς ἔρωτα καὶ ἐλπίδα», Μάξ.)<br /><b>4.</b> [[ιδρύω]] από κοινού («ξυγκατοικίζειν μνημεῑα κακῶν τε κἀγαθῶν», <b>Θουκ.</b>).
|mltxt=αττ. τ. ξυγκατοικίζω Α [[κατοικίζω]]<br /><b>1.</b> [[φέρνω]] κατοίκους σε έρημη [[χώρα]] και [[ιδρύω]] [[αποικία]]<br /><b>2.</b> [[βοηθώ]] κάποιον να κατοικήσει σε έναν [[τόπο]] («ἐκ Μεγάρων τῆς μητροπόλεως οὔσης αὐτοῖς ἐπελθὼν ξυγκατῴκισεν», <b>Θουκ.</b>)<br /><b>3.</b> (κυριολ. και μτφ.) [[βάζω]] να κατοικήσουν [[μαζί]] (α. «Ρηγῑνοι ὄντες Χαλκιδῃς [[Χαλκιδέας]] ὄντάς Λεοντίνους ἐθέλουσι ξυγκατοικίζειν», <b>Θουκ.</b><br />β. «συγκατῴκισε δὲ ὁ θεὸς τοῖς λογισμοῑς ἔρωτα καὶ ἐλπίδα», Μάξ.)<br /><b>4.</b> [[ιδρύω]] από κοινού («ξυγκατοικίζειν μνημεῑα κακῶν τε κἀγαθῶν», <b>Θουκ.</b>).
}}
}}
{{lsm
{{lsm