Anonymous

συμπαροξύνω: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "τοῑς" to "τοῖς"
m (Text replacement - " τοῑς " to " τοῖς ")
m (Text replacement - "τοῑς" to "τοῖς")
Line 20: Line 20:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=Α [[παροξύνω]]<br /><b>1.</b> [[προτρέπω]], [[παρακινώ]] [[επίσης]]<br /><b>2.</b> [[οξύνω]], [[ερεθίζω]] [[επίσης]]<br /><b>3.</b> <b>παθ.</b> <i>συμπαροξύνομαι</i><br />οξύνομαι, ερεθίζομαι, συγχρόνως με [[κάτι]] [[άλλο]] («λυγμὸν συμπαροξυνομένον τοῖς πυρετοῑς», <b>Γαλ.</b>).
|mltxt=Α [[παροξύνω]]<br /><b>1.</b> [[προτρέπω]], [[παρακινώ]] [[επίσης]]<br /><b>2.</b> [[οξύνω]], [[ερεθίζω]] [[επίσης]]<br /><b>3.</b> <b>παθ.</b> <i>συμπαροξύνομαι</i><br />οξύνομαι, ερεθίζομαι, συγχρόνως με [[κάτι]] [[άλλο]] («λυγμὸν συμπαροξυνομένον τοῖς πυρετοῖς», <b>Γαλ.</b>).
}}
}}
{{lsm
{{lsm