3,258,334
edits
m (Text replacement - " τοῡ " to " τοῦ ") |
m (Text replacement - "μετὰ" to "μετὰ") |
||
Line 14: | Line 14: | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ὀσφραίνομαι''': μέλλ. ὀσφρήσομαι Ἀριστοφ. Εἰρ. 152: ἀόρ. [[ὠσφρόμην]], ὀσφρέσθαι, ὀσφρόμενος Ἡρόδ., Ἀττικ.· (οἱ τοῦ Ἰων. μέσ. ἀορ. α΄ τύποι ὤσφραντο, ὄσφραντο παρ’ Ἀριστείδ. 2. 308, Ἡρόδ. 1. 80 [[ἴσως]] [[εἶναι]] σφάλματα τῶν ἀντιγραφέων ἀντὶ ὤσφροντο, ὄσφροντο)· - Παθητ. ἀόριστ. ὠσφράνθην Ἱππ. 262. 49· [[ὅταν]] ὀσφρανθῶσι Φιλήμων ἐν «Στρατιώτῃ» 1. 26, Ἀριστ. π. Ψυχῆς 2. 12, 5, Προβλ. 7. 6: μέλλ. ὀσφρανθήσομαι Ἑβδ. (Τωβ. Ϛ΄, 18)· - οἱ τύποι ὀσφρᾶται, -ῶνται, κτλ., μόνον παρὰ μεταγεν., ὡς Παυσ. 9. 21, 3, Λουκ. Ἁλ. 48, Φίλων 1. 617. (ὠσφρῶντο ἐν Ἀριστοφ. Ἀχ. 179, καὶ ὀσφρᾶσθαι ἐν Ἀντιφάνους «Λύκωνι» 1, 6, διωρθώθησαν ὑπὸ τοῦ Elmsl.)· ἀόρ. ὠσφρήσαντο Ἄρατ. 955, Αἰλ., κλ.· ἀποθ. Ὀσφραίνομαι | |lstext='''ὀσφραίνομαι''': μέλλ. ὀσφρήσομαι Ἀριστοφ. Εἰρ. 152: ἀόρ. [[ὠσφρόμην]], ὀσφρέσθαι, ὀσφρόμενος Ἡρόδ., Ἀττικ.· (οἱ τοῦ Ἰων. μέσ. ἀορ. α΄ τύποι ὤσφραντο, ὄσφραντο παρ’ Ἀριστείδ. 2. 308, Ἡρόδ. 1. 80 [[ἴσως]] [[εἶναι]] σφάλματα τῶν ἀντιγραφέων ἀντὶ ὤσφροντο, ὄσφροντο)· - Παθητ. ἀόριστ. ὠσφράνθην Ἱππ. 262. 49· [[ὅταν]] ὀσφρανθῶσι Φιλήμων ἐν «Στρατιώτῃ» 1. 26, Ἀριστ. π. Ψυχῆς 2. 12, 5, Προβλ. 7. 6: μέλλ. ὀσφρανθήσομαι Ἑβδ. (Τωβ. Ϛ΄, 18)· - οἱ τύποι ὀσφρᾶται, -ῶνται, κτλ., μόνον παρὰ μεταγεν., ὡς Παυσ. 9. 21, 3, Λουκ. Ἁλ. 48, Φίλων 1. 617. (ὠσφρῶντο ἐν Ἀριστοφ. Ἀχ. 179, καὶ ὀσφρᾶσθαι ἐν Ἀντιφάνους «Λύκωνι» 1, 6, διωρθώθησαν ὑπὸ τοῦ Elmsl.)· ἀόρ. ὠσφρήσαντο Ἄρατ. 955, Αἰλ., κλ.· ἀποθ. Ὀσφραίνομαι μετὰ γενικ., κρομμύων [[ὀσφραίνομαι]] Ἀριστοφ. Βάτρ. 654· τίνων ὀσφραινόμενος ἡσθείης Ξενοφ. Ἀπομν. 2. 1, 24, κτλ.· ἀπολ., Πλάτ. Φαίδων 96Β, κτλ.· ἡ [[αἴσθησις]] ἡ τοῦ ὀσφραίνεσθαι Ἀριστ. π. Αἰσθ. 5. 27· - μετὰ συστοίχ. αἰτ., τὴν ὀσμὴν ὀσφραινόμενος Ἡρόδ. 1. 80· - μετ’ αἰτιατ. μόνον παρὰ τοῖς μεταγενεστ., ὀσφρ. θρυαλλίδα ἐσβεσμένην Αἰλ. π. Ζ. 9. 54· - [[διότι]] ἐν Εὐρ. Κύκλ. 154 (εἶδες γὰρ αὐτήν; - οὐ μὰ Δι’, ἀλλ’ [[ὀσφραίνομαι]]), τὸ αὐτῆς πρέπει νὰ νοηθῇ, πρβλ. Ἀριστοφ. Βατρ. 489· καὶ ἐν Ἀριστοφ. Πλ. 897· ὀσφραίνει τι; τὸ τι κεῖται ἐπιρρηματικῶς = [[καθόλου]], [[διόλου]]. 2) μεταφορ., «παίρνω μυρωδιά», τῆς τυραννίδος Ἀριστοφ. Λυσ. 619· τοῦ χρυσίου Λουκ. Τίμ. 45. ΙΙ. Μεταβατ. ἐν τῷ ἐνεργ., ὀσφραίνειν τινά τινι, [[κάμνω]] τινα νὰ μυρίσῃ τι, Γαλην. 10. 595., 13. 454· οὕτω καὶ ἀπ-, προσ- ορσφραίνω. - Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 530. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml |