ἐπιμέλεια: Difference between revisions

m
Text replacement - "μετὰ" to "μετὰ"
m (Text replacement - " τοῡ " to " τοῦ ")
m (Text replacement - "μετὰ" to "μετὰ")
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ἐπιμέλεια''': ἡ: Αἰολ. γεν. -ηΐας ἔν τινι Μυτιλην. Ἐπιγρ. ἐν τῇ Συλλ. Ἐπιγρ. 2189· ὀνομ. ἐπιμελία ἐν Σπαρτ. Ἐπιγραφ. [[αὐτόθι]] 2189 καὶ ἐν ἀντιγράφοις: ([[ἐπιμελής]]). - Φροντὶς ἀφιερωμένη εἴς τι [[πρᾶγμα]], προσοχὴ εἰς αὐτό, [[ἐπιμέλεια]], [[λέξις]] τοῦ πεζοῦ λόγου, [[ἅπαξ]] παρ’ Ἡρόδ. (ἴδε κατωτ.), ἀκολούθως δὲ [[συχνάκις]] παρὰ Θουκ., Ξεν., κλ.· διά γε ἐκείνας τὰς ἐπιμελείας, δηλ. τὰς περὶ τοὺς θεούς, Ξεν. Κυρ. 6. 1, 4, κτλ.· - [[μετὰ]] γεν. τοῦ ἀντικειμένου, ἐπ. τοῦ ναυτικοῦ, τῶν οἰκείων καὶ πολιτικῶν Θουκ. 2. 39, 40, πρβλ. 94· τῶν ἔργων ὁ αὐτ. 3. 16· τῶν πραγμάτων Ἀνδοκ. 21. 24· τῶν κοινῶν Ἰσοκρ. 144D· τῶν καμνόντων Πλάτ. Νόμ. 720C, κτλ.· [[ὡσαύτως]], [[περί]] τινος Θουκ. 7. 56· [[περί]] τινα ἤ τι Λυκοῦργ. 162. 24, Πλάτ. Πολ. 451D· [[πρός]] τινα ἤ τι Δημ. 618. 8, Πλάτ. Νόμ. 754Β· εἴς τι [[Ποσειδώνιος]] παρ’ Ἀθην. 263D· ἐπιμέλειάν τινος ποιεῖσθαι, ἔχειν Ἡρόδ. 6. 105. Θουκ. 6. 41, Δημ. 1414. 10· ἀντίθετον τῷ ἐπιμελείας τυγχάνειν, Ἰσοκρ. 113D, κτλ.· ἐπ. [[παρά]] τινος Ὑπερείδ. παρὰ Στοβ.· δι’ ἐπιμελείας ἔχειν τινὰ Ἰσαῖος 64. 37· ὕδασιν ὑγιεινοῖς χρῆσθαι, καὶ τούτου τὴν ἐπιμέλειαν ἔχειν μὴ παρέργως, καὶ περὶ τούτου πρέπει νὰ φροντίζῃ τις οὐχὶ παρέργως, Ἀριστ. Πολ. 5. 11, 17· ἐπιμελείᾳ, κατ’ ἐπιμέλειαν, μετ’ ἐπιμελείας, ἐπιμελῶς, Ξεν. Κύρ. 5. 3, 47, Ἑλλ. 4. 4, 8· ὑπὸ ἐπιμελείας θεοῦ γίγνεσθαι, ὑπὸ τὴν ἄγρυπνον [[αὐτοῦ]] φροντίδα, Ἀντιφῶν 123. 20. 2) [[ἐπιστασία]], Λατ. procuratio, ὡς ἄρα ὅσα τις αἱρετὸς ὢν πράττει κατὰ [[ψήφισμα]], οὐκ ἔστι [[ταῦτα]] [[ἀρχή]], ἀλλ’ ἐπιμέλειά τις καὶ [[διακονία]] Αἰσχίν. 55. 35· εἰσὶ δὲ αἱ μὲν πολιτικαὶ τῶν ἐπιμελειῶν ἢ πάντων τῶν πολιτῶν [[πρός]] τινα πρᾶξιν κτλ. Ἀριστ. Πολιτικ. 4. 15, 3· ἡ περὶ τοὺς θεοὺς ἐπ. [[αὐτόθι]] 6. 8, 18· περὶ ἀγῶνας [[αὐτόθι]] 22· ἡ τῶν ἐφήβων [[ἐπιμέλεια]], ἰδιαιτέρα τις [[ἐπιστασία]] ἐν Ἀθήναις, Δείναρχ. 110. 14· πρβλ. [[ἐπιμελητής]]. 3) πᾶσα ἐν γένει [[ἐπιμέλεια]], Λατ. studium, Ξεν. Κύρ. 1. 6, 13, κτλ.· κατὰ πληθ., ἐπ. καὶ σπουδαὶ Πλάτ. Νόμοι 740D, Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 6. 1, 2 κ. ἀλλ. - Καθ’ Ἡσύχ. «[[ἐπιμέλεια]]· σπουδὴ» καὶ «ἐπιμελείας [[οἶκος]]· [[ἔνθα]] τὰ δημόσια ἔγγραφα ἔκειτο».
|lstext='''ἐπιμέλεια''': ἡ: Αἰολ. γεν. -ηΐας ἔν τινι Μυτιλην. Ἐπιγρ. ἐν τῇ Συλλ. Ἐπιγρ. 2189· ὀνομ. ἐπιμελία ἐν Σπαρτ. Ἐπιγραφ. [[αὐτόθι]] 2189 καὶ ἐν ἀντιγράφοις: ([[ἐπιμελής]]). - Φροντὶς ἀφιερωμένη εἴς τι [[πρᾶγμα]], προσοχὴ εἰς αὐτό, [[ἐπιμέλεια]], [[λέξις]] τοῦ πεζοῦ λόγου, [[ἅπαξ]] παρ’ Ἡρόδ. (ἴδε κατωτ.), ἀκολούθως δὲ [[συχνάκις]] παρὰ Θουκ., Ξεν., κλ.· διά γε ἐκείνας τὰς ἐπιμελείας, δηλ. τὰς περὶ τοὺς θεούς, Ξεν. Κυρ. 6. 1, 4, κτλ.· - μετὰ γεν. τοῦ ἀντικειμένου, ἐπ. τοῦ ναυτικοῦ, τῶν οἰκείων καὶ πολιτικῶν Θουκ. 2. 39, 40, πρβλ. 94· τῶν ἔργων ὁ αὐτ. 3. 16· τῶν πραγμάτων Ἀνδοκ. 21. 24· τῶν κοινῶν Ἰσοκρ. 144D· τῶν καμνόντων Πλάτ. Νόμ. 720C, κτλ.· [[ὡσαύτως]], [[περί]] τινος Θουκ. 7. 56· [[περί]] τινα ἤ τι Λυκοῦργ. 162. 24, Πλάτ. Πολ. 451D· [[πρός]] τινα ἤ τι Δημ. 618. 8, Πλάτ. Νόμ. 754Β· εἴς τι [[Ποσειδώνιος]] παρ’ Ἀθην. 263D· ἐπιμέλειάν τινος ποιεῖσθαι, ἔχειν Ἡρόδ. 6. 105. Θουκ. 6. 41, Δημ. 1414. 10· ἀντίθετον τῷ ἐπιμελείας τυγχάνειν, Ἰσοκρ. 113D, κτλ.· ἐπ. [[παρά]] τινος Ὑπερείδ. παρὰ Στοβ.· δι’ ἐπιμελείας ἔχειν τινὰ Ἰσαῖος 64. 37· ὕδασιν ὑγιεινοῖς χρῆσθαι, καὶ τούτου τὴν ἐπιμέλειαν ἔχειν μὴ παρέργως, καὶ περὶ τούτου πρέπει νὰ φροντίζῃ τις οὐχὶ παρέργως, Ἀριστ. Πολ. 5. 11, 17· ἐπιμελείᾳ, κατ’ ἐπιμέλειαν, μετ’ ἐπιμελείας, ἐπιμελῶς, Ξεν. Κύρ. 5. 3, 47, Ἑλλ. 4. 4, 8· ὑπὸ ἐπιμελείας θεοῦ γίγνεσθαι, ὑπὸ τὴν ἄγρυπνον [[αὐτοῦ]] φροντίδα, Ἀντιφῶν 123. 20. 2) [[ἐπιστασία]], Λατ. procuratio, ὡς ἄρα ὅσα τις αἱρετὸς ὢν πράττει κατὰ [[ψήφισμα]], οὐκ ἔστι [[ταῦτα]] [[ἀρχή]], ἀλλ’ ἐπιμέλειά τις καὶ [[διακονία]] Αἰσχίν. 55. 35· εἰσὶ δὲ αἱ μὲν πολιτικαὶ τῶν ἐπιμελειῶν ἢ πάντων τῶν πολιτῶν [[πρός]] τινα πρᾶξιν κτλ. Ἀριστ. Πολιτικ. 4. 15, 3· ἡ περὶ τοὺς θεοὺς ἐπ. [[αὐτόθι]] 6. 8, 18· περὶ ἀγῶνας [[αὐτόθι]] 22· ἡ τῶν ἐφήβων [[ἐπιμέλεια]], ἰδιαιτέρα τις [[ἐπιστασία]] ἐν Ἀθήναις, Δείναρχ. 110. 14· πρβλ. [[ἐπιμελητής]]. 3) πᾶσα ἐν γένει [[ἐπιμέλεια]], Λατ. studium, Ξεν. Κύρ. 1. 6, 13, κτλ.· κατὰ πληθ., ἐπ. καὶ σπουδαὶ Πλάτ. Νόμοι 740D, Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 6. 1, 2 κ. ἀλλ. - Καθ’ Ἡσύχ. «[[ἐπιμέλεια]]· σπουδὴ» καὶ «ἐπιμελείας [[οἶκος]]· [[ἔνθα]] τὰ δημόσια ἔγγραφα ἔκειτο».
}}
}}
{{bailly
{{bailly