έτσι: Difference between revisions

m
no edit summary
m (Text replacement - "οῦν " to "οῦν")
mNo edit summary
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=(Μ ἔτσι και διαλεκτ. τ. ἔτσε, ἔτσου, ἔτις, ἴτις, ἴτσι, ἴτσου)<br /><b>επίρρ.</b><br /><b>1.</b> κατ' αυτό τον τρόπο, [[τοιουτοτρόπως]], με τον ίδιο τρόπο (α. «δεν έπρεπε να φερθείς [[έτσι]]» β. «[[έτσι]] [[θέλω]] κι [[έτσι]] [[κάνω]]» γ. «[[έτσι]] τ' αποφάσισε της ερωτιάς η [[κρίση]]», <b>Ερωτόκρ.</b>)<br /><b>2.</b> (για [[ευχή]] συνδυασμένη με [[παράκληση]]) [[μακάρι]], [[είθε]] (α. «[[έτσι]] να χαρείς τα [[παιδιά]] σου» β. «ίτσου να σάς βοηθήσει ο Θεός», Λεόντ, Μαχ.)<br /><b>3.</b> εξαιτίας [[αυτού]] του γεγονότος (α. «δεν έκανε [[δίαιτα]], και [[έτσι]] πήρε πολύ [[βάρος]]» β. «δὲν ἔλαβαν χειροτονίαν, καὶ ἔτσι λαϊκοὶ ἀνίεροι περιπατοῦν καὶ γελοῦντὸν κόσμον», μσν. κείμ.)<br /><b>4.</b> <b>επιτ.</b> τόσο, τόσο πολύ (α. «τί σε βασανίζει κι [[έτσι]] αγωνιάς;» β. «[[κόρη]] μας, τ' ἕχεις κι ἔτσι φωνάζεις;», Διγ. Ακρ.)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> πολλές φορές με το [[άρθρο]], για να δηλώσει [[αυθαιρεσία]] ή [[κάτι]] που γίνεται [[χωρίς]] λόγο («με το [[έτσι]] [[θέλω]]»)<br /><b>2.</b> (ως χρονικοϋποθ. σύνδ.) [[έτσι]] και</i><br />[[μόλις]], αν («[[έτσι]] και πεις μια [[λέξη]] [[ακόμη]], θα σέ [[δείρω]]»)<br /><b>3.</b> απλά, επιπόλαια, όχι [[σοβαρά]], [[χωρίς]] λόγο (α. «[[έτσι]] το έκανε, [[χωρίς]] [[κακό]] σκοπό» β. «[[έτσι]] το [[είπα]], μην το υπολογίσεις»)<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> «[[έτσι]] κι [[έτσι]]» <br />α) [[ούτως]] ή [[άλλως]]<br />β) μέτρια, [[ούτε]] καλά [[ούτε]] άσχημα («πώς [[είναι]] η [[υγεία]] σου; [[έτσι]] κι [[έτσι]]»)<br /><b>5.</b> <b>φρ.</b> «[[έτσι]] για [[γούστο]]», «[[έτσι]] για [[πλάκα]]» — [[χωρίς]] λόγο, για απλή [[τέρψη]] λόγω ανίας<br /><b>6.</b> <b>φρ.</b> «[[έτσι]] κι [[αλλιώς]]» — [[ούτως]] ή [[άλλως]], όπως και νά 'χει το [[πράγμα]]<br /><b>7.</b> <b>φρ.</b> «τά δίνουν [[έτσι]]» — τά δίνουν δωρεάν, [[χάρισμα]]<br /><b>μσν.</b><br /><b>1.</b> <b>φρ.</b> (για [[κίνηση]] της κεφαλής) «[[έτσι]] και [[έτσι]]» — [[δεξιά]] και αριστερά, [[ολόγυρα]]<br /><b>2.</b> (με ουσ. ή επίθ. και επόμενο το [[ωσάν]]) τόσο... όσο, και... και («μεγάλες ἀξίες [τιμὲς] ἔτσι ἐκκλησιαστικὲς ὡσὰν καὶ αὐθεντικές», Μορεζ.)<br /><b>3.</b> (σύνδ. χρον.) [[μόλις]]<br /><b>4.</b> (σύνδ. συμπερ.) γι' αυτό, [[επομένως]]<br /><b>5.</b> (με επόμενο το <i>να</i>) στην [[περίπτωση]] που, αν<br /><b>6.</b> (σύνδ. εναντιωμ.) παρ' όλο που, αν και<br /><b>7.</b> (σε επιθ. [[χρήση]]) [[τέτοιος]]<br /><b>8.</b> ([[αντί]] δεικτ. αντων.) τέτοιας [[λογής]], [[τέτοιος]] («ἔτσι [[χάρη]] νά 'χει δὲν ἠμπορεῑ», Ερωφ.)<br /><b>9.</b> (σε [[θέση]] σύστ. αντικ. με δεικτ. αντων.) («ἐπαράγγειλέν του ἔτσι» — του έστειλε αυτές τις παραγγελίες)<br /><b>10.</b> <b>(επεξηγ.)</b> [[δηλαδή]] («ἑξακόσια ζᾱ, ἔτσι πρόβατα, γίδια, ἀρνιά», μσν. κείμ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ</span></b> Αβέβαιης ετυμολ. Πιθ. <span style="color: red;"><</span> αρχ. <i>ουτωσ</i>-<i>ὶ</i>. Κατ' άλλους: <i>ούτω</i> > <i>έτου</i> > <i>έτις</i> (πρβλ. [[σήμερις]], <i>ύστερις</i>) > [[έτσι]] (πρβλ. [[τίποτις]] > <i>τίποτσι</i>). Σύμφωνα, [[τέλος]], με [[τρίτη]] [[υπόθεση]], η λ. προέρχεται από το αρχ. επίρρ. <i>έτι</i> με τσιτακισμό].
|mltxt=(Μ ἔτσι και διαλεκτ. τ. ἔτσε, ἔτσου, ἔτις, ἴτις, ἴτσι, ἴτσου)<br /><b>επίρρ.</b><br /><b>1.</b> κατ' αυτό τον τρόπο, [[τοιουτοτρόπως]], με τον ίδιο τρόπο (α. «δεν έπρεπε να φερθείς [[έτσι]]» β. «[[έτσι]] [[θέλω]] κι [[έτσι]] [[κάνω]]» γ. «[[έτσι]] τ' αποφάσισε της ερωτιάς η [[κρίση]]», <b>Ερωτόκρ.</b>)<br /><b>2.</b> (για [[ευχή]] συνδυασμένη με [[παράκληση]]) [[μακάρι]], [[είθε]] (α. «[[έτσι]] να χαρείς τα [[παιδιά]] σου» β. «ίτσου να σάς βοηθήσει ο Θεός», Λεόντ, Μαχ.)<br /><b>3.</b> εξαιτίας [[αυτού]] του γεγονότος (α. «δεν έκανε [[δίαιτα]], και [[έτσι]] πήρε πολύ [[βάρος]]» β. «δὲν ἔλαβαν χειροτονίαν, καὶ ἔτσι λαϊκοὶ ἀνίεροι περιπατοῦν καὶ γελοῦν τὸν κόσμον», μσν. κείμ.)<br /><b>4.</b> <b>επιτ.</b> τόσο, τόσο πολύ (α. «τί σε βασανίζει κι [[έτσι]] αγωνιάς;» β. «[[κόρη]] μας, τ' ἕχεις κι ἔτσι φωνάζεις;», Διγ. Ακρ.)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> πολλές φορές με το [[άρθρο]], για να δηλώσει [[αυθαιρεσία]] ή [[κάτι]] που γίνεται [[χωρίς]] λόγο («με το [[έτσι]] [[θέλω]]»)<br /><b>2.</b> (ως χρονικοϋποθ. σύνδ.) [[έτσι]] και</i><br />[[μόλις]], αν («[[έτσι]] και πεις μια [[λέξη]] [[ακόμη]], θα σέ [[δείρω]]»)<br /><b>3.</b> απλά, επιπόλαια, όχι [[σοβαρά]], [[χωρίς]] λόγο (α. «[[έτσι]] το έκανε, [[χωρίς]] [[κακό]] σκοπό» β. «[[έτσι]] το [[είπα]], μην το υπολογίσεις»)<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> «[[έτσι]] κι [[έτσι]]» <br />α) [[ούτως]] ή [[άλλως]]<br />β) μέτρια, [[ούτε]] καλά [[ούτε]] άσχημα («πώς [[είναι]] η [[υγεία]] σου; [[έτσι]] κι [[έτσι]]»)<br /><b>5.</b> <b>φρ.</b> «[[έτσι]] για [[γούστο]]», «[[έτσι]] για [[πλάκα]]» — [[χωρίς]] λόγο, για απλή [[τέρψη]] λόγω ανίας<br /><b>6.</b> <b>φρ.</b> «[[έτσι]] κι [[αλλιώς]]» — [[ούτως]] ή [[άλλως]], όπως και νά 'χει το [[πράγμα]]<br /><b>7.</b> <b>φρ.</b> «τά δίνουν [[έτσι]]» — τά δίνουν δωρεάν, [[χάρισμα]]<br /><b>μσν.</b><br /><b>1.</b> <b>φρ.</b> (για [[κίνηση]] της κεφαλής) «[[έτσι]] και [[έτσι]]» — [[δεξιά]] και αριστερά, [[ολόγυρα]]<br /><b>2.</b> (με ουσ. ή επίθ. και επόμενο το [[ωσάν]]) τόσο... όσο, και... και («μεγάλες ἀξίες [τιμὲς] ἔτσι ἐκκλησιαστικὲς ὡσὰν καὶ αὐθεντικές», Μορεζ.)<br /><b>3.</b> (σύνδ. χρον.) [[μόλις]]<br /><b>4.</b> (σύνδ. συμπερ.) γι' αυτό, [[επομένως]]<br /><b>5.</b> (με επόμενο το <i>να</i>) στην [[περίπτωση]] που, αν<br /><b>6.</b> (σύνδ. εναντιωμ.) παρ' όλο που, αν και<br /><b>7.</b> (σε επιθ. [[χρήση]]) [[τέτοιος]]<br /><b>8.</b> ([[αντί]] δεικτ. αντων.) τέτοιας [[λογής]], [[τέτοιος]] («ἔτσι [[χάρη]] νά 'χει δὲν ἠμπορεῑ», Ερωφ.)<br /><b>9.</b> (σε [[θέση]] σύστ. αντικ. με δεικτ. αντων.) («ἐπαράγγειλέν του ἔτσι» — του έστειλε αυτές τις παραγγελίες)<br /><b>10.</b> <b>(επεξηγ.)</b> [[δηλαδή]] («ἑξακόσια ζᾱ, ἔτσι πρόβατα, γίδια, ἀρνιά», μσν. κείμ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ</span></b> Αβέβαιης ετυμολ. Πιθ. <span style="color: red;"><</span> αρχ. <i>ουτωσ</i>-<i>ὶ</i>. Κατ' άλλους: <i>ούτω</i> > <i>έτου</i> > <i>έτις</i> (πρβλ. [[σήμερις]], <i>ύστερις</i>) > [[έτσι]] (πρβλ. [[τίποτις]] > <i>τίποτσι</i>). Σύμφωνα, [[τέλος]], με [[τρίτη]] [[υπόθεση]], η λ. προέρχεται από το αρχ. επίρρ. <i>έτι</i> με τσιτακισμό].
}}
}}