3,274,903
edits
m (Text replacement - "ὑμῑν" to "ὑμῖν") |
m (Text replacement - "μετὰ" to "μετὰ") |
||
Line 14: | Line 14: | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἔστε''': (Δωρ. ἕστε Ἐτυμ. Μ. 382. 8, Ahrens, D. Dor. σ. 37), [[ἴσως]] ἀντὶ ἐς ὅτε· ὁ Dind. γράφει ἔς τε καὶ παραβάλλει ὤστε (ὤς τε) καὶ ἕτερα ἄλλα σύνθετα | |lstext='''ἔστε''': (Δωρ. ἕστε Ἐτυμ. Μ. 382. 8, Ahrens, D. Dor. σ. 37), [[ἴσως]] ἀντὶ ἐς ὅτε· ὁ Dind. γράφει ἔς τε καὶ παραβάλλει ὤστε (ὤς τε) καὶ ἕτερα ἄλλα σύνθετα μετὰ τοῦ τε: ἔν τινι Βοιωτ. Ἐπιγραφῇ γράφεται [[ἔττε]] (Συλλ. Ἐπιγρ. 1569c. 13): ― [[μόριον]] τῶν μεθ’ Ὅμηρον χρόνων ἀπαντῶν πρὸ πάντων παρὰ τοῖς Τραγ. ποιηταῖς, Ἡροδ., Ξεν., καὶ μεταγεν. συγγραφ. ― Παρὰ Πλάτ. εὕρηται μόνον [[ἅπαξ]] ἐν τῷ Συμπ. 211C, ([[ἔνθα]] ὁ Ἕρμαννος ἔχει ἕως) καὶ [[τότε]] ἐν τῷ στόματι ξένης Μαντινικῆς. Ι. ΣΥΝΔΕΣΜΟΣ, = ἕως: 1) [[μέχρι]] τοῦ χρόνου, καθ’ ὅν· ἕως, α) μεθ’ ὁριστ. ἀορ., ἐπὶ πραγματικῶν συμβάντων ἐν παρελθόντι χρόνῳ, ἄτερ γνώμης τὸ πᾶν ἔπρασσον, [[ἔστε]] δή [[σφιν]] ἀντολὰς ἐγὼ ἄστρων ἔδειξα Αἰσχύλ. Πρ. 457, Σοφ. Ἀντ. 415, Αἴ. 1031, Ἠλ. 753· [[ἔστε]] περ Ἀπολλ. Ρόδ. Β. 85· παίουσι τὸν Σωτηρίδαν, [[ἔστε]] ἠνάγκασαν πορεύεσθαι Ξεν. Ἀν. 3. 4, 49· οὕτω, 2. 5, 30., 3. 1, 28. β) μεθ’ ὑποτακτ. ἀορ. καὶ τοῦ ἄν, [[ὅταν]] ἀναφέρηται εἰς μέλλοντα χρόνον, ἀρκτικοῦ χρόνου ἡγουμένου, ἐγὼ δὲ τὴν παροῦσαν ἀντλήσω τύχην ἔστ’ ἂν Διὸς [[φρόνημα]] λωφήσῃ χόλου Αἰσχύλ. Πρ. 376, πρβλ. 697, Εὐμ. 449· [[τῇδε]] μενέομεν, ἔστ’ ἂν καὶ τελευτήσωμεν Ἡρόδ. 7. 141, πρβλ. 158· περιμένετε ἔστ’ ἂν ἐγὼ ἔλθω Ξεν. Ἀν. 5. 1 4· [[ἔστε]] κε, ἀορίστως, [[μέχρι]] τοῦ καιροῦ καθ’ ὅν..., Θεόκρ. 5. 22· χιμάρῳ δὲ καλὸν [[κρέας]] [[ἔστε]] κ’ ἀμέλξῃς 1. 6, πρβλ. 6. 32: ― ἡ ὑποτακτ. τοῦ ἀορ. δυνατὸν νὰ ἀκολουθήσῃ καὶ ἱστορικὸν χρόνον, ἐδέοντο Εὐρυβιάδεω προσμεῖναι… ἔστ’ ἂν αὐτοὶ τέκνα τε καὶ τοὺς οἰκέτας ὑπεκθέωνται Ἡρόδοτ. 8. 4, Ξεν. Ἑλλ. 3. 1, 15, Ἀν. 4. 5, 58· ― τὸ ἂν [[ἐνίοτε]] παραλείπεται ὑπὸ τῶν ποιητῶν, ἀρήγετ’, ἔστ’ ἐγὼ μόλω Σοφ. Αἴ. 1183· ἴδε ἂν Α. Ι. 2. γ) μετ’ εὐκτ. ἀορ. ἱστορικοῦ χρόνου ἡγουμένου (ὅτε ἰσοδυναμεῖ τῷ ἔστ’ ἂν μεθ’ ὑποτακτ.), ἐπιμεῖναι ἐκέλευσαν [[ἔστε]] βουλεύσαιντο Ξεν. Ἀν. 5. 5, 2· ἀνέμενον αὐτοὺς [[ἔστε]] ἐμφάγοιέν τι, περιέμενον αὐτοὺς ἕως οὗ φάγωσί τι, ὁ αὐτ. ἐν Κύρ. Παιδ. 8. 1, 44· διὰ τὸ ἐν Ξεν. Ἀν. 1. 9, 11, [[ἔστε]] νικῴη = [[ἔστε]] νενικηκὼς εἴη, donec vicisset, ὅρα [[νικάω]]: ― ἐν πλαγίῳ λόγῳ, ὅτι… δέοιτο ἂν [[αὐτοῦ]] μένειν [[ἔστε]] σὺ ἀπέλθοις ὁ αὐτ. ἐν Κύρ. Παιδ. 5. 3, 13. δ) μετ’ ἀπαρ’ ἀορ., ἐν πλαγίῳ λόγῳ κττ. ἀντὶ εὐκτ. [[ἔστε]] αὐτὴν νέμεσθαι Κρῆτες = [[ἔστε]] αὐτὴν νέμοιντο Κρῆτες, Ἡρόδ. 7. 171· [[συχνάκις]] παρὰ μεταγεν. συγγραφ., [[ἔστε]] Δαρεῖον γνῶναι = [[ἔστε]] [[Δαρεῖος]] γνοίη, Ἀρρ. Ἀν. 2. 1, 3· [[ἔστε]] παρελθεῖν [[αὐτόθι]] 4. 7, 1, πρβλ. Αἰλ. Ποικ. Ἱστ. 2. 12· ἀντὶ τοῦ ἔστ’ ἂν μεθ’ ὑποτ., Ἀρρ. Κυν. 2. 4, 25., 2. 31, 5. ε) μεθ’ ὁριστ. παρατ., ἔστ’ ἀφίκανεν Ἀπολλ. Ρόδ. Δ. 849· ἀλλὰ τὸ ἀφίκανεν [[εἶναι]] κατ’ οὐσίαν ἀόρ. 2) ἐφ’ ὅσον, ἐν ὅσῳ, ἐνῷ, α) μεθ’ ὁριστ. παρατ. ἐπὶ πραγματικῶν συμβάντων ἐν τῷ παρελθόντι, Θέογν. 959· [[ἔστε]] μὲν αἱ σπονδαὶ ἦσαν, οὔποτε ἐπαυόμην Ξεν. Ἀν. 3. 1, 19, πρβλ. Ἀπομν. 1. 2, 18, Ἀρρ. Ἀν. 2. 11, 6. β) μεθ’ ὑποτακτ. ἐνεστ. καὶ τοῦ ἄν, ἐπὶ πράξεως ἀναφερομένης εἰς τὸ μέλλον, οὐ μὲν δὴ λήξω… ἔστ’ ἂν… [[λεύσσω]] δὲ τόδ’ [[ἦμαρ]] Σοφ. Ἠλ. 105, πρβλ. Εὐρ. Ἄλκ. 337· ἔστ’ ἄν περ ἐπιδεικνύηται Ξεν. Ἱππ. 11, 9· ἔστ’ ἂν [[ἔκδημος]] (ἐξυπ. ᾖ) χθονὸς [[Θησεύς]], [[ἄπειμι]] Εὐρ. Ἱππ. 659· οὕτω μεθ’ ὑποτ. πρκμ. = ἐνεστ., ὑμῖν Λακεδαιμόνιοι ἐπαγγέλλονται γυναῖκας ἐπιθρέψειν, ἔστ’ ἂν ὁ [[πόλεμος]] ὅδε συνεστήκῃ Ἡρόδ. 8. 142. γ) μετ’ εὐκτ. ἐνεστ., ἱστορικοῦ χρόνου ἡγουμένου ([[ὅπερ]] ἰσοδυναμεῖ τῷ ἔστ’ ἂν μεθ’ ὑποτ.), ἐδόκει τοῖς στρατηγοῖς βέλτιον [[εἶναι]] τὸν πόλεμον ἀκήρυκτον [[εἶναι]], ἔστ’ ἐν τῇ πολεμίᾳ [[εἶεν]] Ξεν. Ἀν. 3. 3, 5. δ) μεθ’ ὑποτακτ. ἀορίστ. καὶ τοῦ ἄν, ἔστ’ ἂν πολεμίους δείδωσι (δεδίωσι;), τὰ κελευόμενα πάντα ποιοῦσι ὁ αὐτ. ἐν Ἀπομν. 3. 5, 6. ΙΙ. ΕΠΙΡΡΗΜΑ, = ἕως, [[μέχρι]]… Λατ. usque (οὐχὶ πρὸ τοῦ Ξεν.), α) ἐπὶ χώρου, διαστήματος, [[μέχρι]], βόθροι ἐγίγνοντο μεγάλοι [[ἔστε]] ἐπὶ τὸ [[δάπεδον]] Ξεν. Ἀν. 4. 5, 6, πρβλ. 4. 8, 8, Ἀρρ. Ἀν. 1. 28, 3· ἔστ’ ἐπὶ πᾶχυν, «ἔστ’ ἐπὶ πῆχυν, [[τουτέστι]] [[μέχρι]] πήχεως» (Σχόλ.), Θεόκρ. 7. 67· σπανίως [[ἄνευ]] προθ., παρατείνει [[ἔστε]] τὴν θάλασσαν Ἀρρ. Ἰνδ. 2. 2 (ὁ Hercher παρεμβάλλει ἐπί). β) ἐπὶ χρόνου, [[ἔστε]] ἐπὶ [[κνέφας]] ὁ αὐτ. ἐν Ἀν. 7. 25, 2· [[ἔστε]] ἐς.. Συλλ. Ἐπιγρ. 5594. στήλ. ΙΙ. 60· [[ἔστε]] κατά… [[αὐτόθι]] στήλ. 1. 65· [[ἔστε]] πρὸς τὸ ἐφηβικὸν Λουκ. Πλοῖον ἢ Εὐχ. 3. | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly |