3,274,216
edits
m (Text replacement - "οῡτο" to "οῦτο") |
m (Text replacement - "εῑ" to "εῖ") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[εὔογκος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που έχει καλό, αρκετό όγκο, ο [[ογκώδης]]<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «[[εὔογκος]] [[φωνή]]» — ηχηρή (σε [[αντιδιαστολή]] με την [[ψιλή]]) [[φωνή]]<br /><b>3.</b> <b>μτφ.</b> [[βαρύς]], [[σπουδαίος]]<br /><b>4.</b> αυτός που έχει [[σχετικώς]] μεγάλο όγκο ή έχει διασταλεί σε όγκο («τοιοῦτον γὰρ | |mltxt=[[εὔογκος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που έχει καλό, αρκετό όγκο, ο [[ογκώδης]]<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «[[εὔογκος]] [[φωνή]]» — ηχηρή (σε [[αντιδιαστολή]] με την [[ψιλή]]) [[φωνή]]<br /><b>3.</b> <b>μτφ.</b> [[βαρύς]], [[σπουδαίος]]<br /><b>4.</b> αυτός που έχει [[σχετικώς]] μεγάλο όγκο ή έχει διασταλεί σε όγκο («τοιοῦτον γὰρ ἀποτελεῖ τὸ θερμόν, εὐογκότερον καὶ παχύτερον καὶ ξηρότερον», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>5.</b> (για [[τροφή]]) αυτός που προκαλεί [[φούσκωμα]], [[διόγκωση]] της κοιλιάς<br /><b>6.</b> [[φορητός]], ευκολομετακόμιστος, αυτός που μεταφέρεται εύκολα λόγω του μέτριου όγκου του («τὰ εὔογκα τῶν ἀναθημάτων», <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>7.</b> <b>φρ.</b> «εὔογκον [[στρατόπεδον]]» — ευμετακίνητο και ευκολοκυβέρνητο [[στρατόπεδο]] λόγω του μικρού όγκου του<br /><b>8.</b> (μτφ. για λόγο ή ύφος) ο [[μετρημένος]] στην [[έκφραση]] ή στην [[έκταση]], ο [[σύμμετρος]] [[προς]] το [[περιεχόμενο]] («τῆς λέξεως τὸ εὔογκον καὶ λιτὸν [[ὕφος]]», <b>Πλούτ.</b>). <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>εὐόγκως</i> (Α)<br /><b>φρ.</b> «εὐόγκως [[διάγω]]» — [[διατηρώ]] κανονική [[ευσαρκία]], έχω κανονικό όγκο.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ευ</i> <span style="color: red;">+</span> <i>όγκος</i>]. | ||
}} | }} |